Ernst Haeckel
Τ ον γερμανό ζωολόγο, ανατόμο τον θυμόμαστε κυρίως για τη διατύπωση του περίφημου - αλλά απλουστευτικού και στηριγμένου ως κάποιο βαθμό σε επινοημένα δεδομένα - βιογενετικού νόμου, σύμφωνα με τον οποίο: Η οντογένεση ανακεφαλαιώνει την φυλογένεση και επίσης για τη θερμή υποστήριξη που προσέφερε στην καινοφανή, τότε, θεωρία της Φυσικής Επιλογής.
Όμως υπήρξε παράλληλα και ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης που συνήθιζε να κοσμεί τα βιβλία του με περίτεχνες εικόνες που ο ίδιος ζωγράφιζε.
Η εργασία με την οποία καθιερώθηκε ως ερευνητής και εκλέχθηκε ως έκτακτος καθηγητής της Ζωολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ιένας, ήταν η μονογραφία που εξέδωσε το 1862 πάνω στα Ακτινόζωα, την κλάση των μονοκύτταρων οργανισμών την οποία μελέτησε στη Μεσσήνη της Ιταλίας.
Ζωγραφίζοντας (1904) |
Οι υδατογραφίες του στα ακτινόζωα, αλλά και οι μεταγενέστερες στις οποίες αναπαρέστησε μέδουσες, θαλάσσιες ανεμώνες, κ.α. θαλάσσιους οργανισμούς, θεωρήθηκε ότι επηρεάστηκαν από την γερμανική εκδοχή της Art Nouveau, (Jugendstil) όπως επίσης την επηρέασαν, εμπνέοντας ζωγράφους, διακοσμητές και αρχιτέκτονες με τα θέματα του από τη φύση.
Είναι πράγματι γνωστό ότι την είσοδο της Παγκόσμιας Έκθεσης που έγινε στο Παρίσι το 1900, την εμπνεύστηκε ο Rene Benet από τα ακτινόζωα του E. Haeckel.
Ακόμη όμως μεγαλύτερη επίδραση στην τέχνη* άσκησε η εργασία του: Kunstformen der Natur (Μορφές Τέχνης στη Φύση) που εκδόθηκε σταδιακά από το 1899 ως το 1904. Στην εργασία αυτή που μελετήθηκε επισταμένως από τους σουρεαλιστές και ιδιαιτέρως τον Max Ernst και είναι βέβαιο ότι επηρέασε τους ζωγράφους του Μπάουχάουζ, Kandinsky και Klee, περιέχονται 100 λιθογραφίες διαφόρων οργανισμών, πολλοί από τους οποίους περιγράφηκαν για πρώτη φορά από τον ίδιο.
Το εικαστικό έργο του Haeckel στο οποίο η Φύση περιγράφεται και σχολιάζεται μέσα από το μεικτό πρίσμα της Επιστήμης και της Τέχνης, εξακολουθεί να τροφοδοτεί με πρότυπα βιομορφών τη σύγχρονη δημιουργική φαντασία, ενώ τον τοποθετεί στους προδρόμους του σύγχρονου κινήματος της Bioart.
H Ντάνκαν στην Ακρόπολη (δεκαετία 1910) |
Τον Ιούλιο του 1904 του απέστειλε την φωτογραφία που παρατίθεται, με το σχόλιο: «Το γραφείο μου στου Philip Rouhe. Ατενίζω την χαριτωμένη φωτογραφία σας»
Κάρολος Δαρβίνος
Όταν ο Κάρολος Δαρβίνος δημοσίευε την «Προέλευση των ειδών» ο κόσμος στον οποίο ζούσε ο άνθρωπος ήταν ένας κόσμος αμετάβλητος, ίδιος με αυτόν που είχε υπάρξει την πρώτη ημέρα της δημιουργίας του: Ένας ανόργανος κόσμος του Νεύτωνα στον οποίο οι πλανήτες και τα αστέρια διέγραφαν, με την ακρίβεια των δεικτών ενός συμπαντικού ρολογιού, προκαθορισμένες τροχιές και επίσης ένας οργανικός κόσμος του Λινναίου, στον οποίο τα είδη, αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου, κατείχαν μια μόνιμη θέση σε μια ιεραρχική κατάταξη, κορωνίδα της οποίας ήταν ο άνθρωπος.
Είναι λοιπόν επόμενο οι θεωρίες του Δαρβίνου να εκθέσουν τον άνθρωπο στον πιο ριζοσπαστικό αναπροσδιορισμό της ύπαρξής του: Ήταν πλέον υποχρεωμένος να επιβιώνει σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο που απαιτεί συνεχή αγώνα για επιβίωση, αποτελώντας ένα ανώτερο, αλλά πάντως ζωικό, είδος ανάμεσα στα υπάρχοντα. Το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη την Τέχνη, διά της οποίας ο άνθρωπος εκφράζεται, αναπαράγοντας και ανασκευάζοντας την πραγματικότητα που τον περιβάλλει.
Ο Δαρβίνος άφησε και εξακολουθεί να αφήνει το στίγμα του σε όλες τις μορφές Τέχνης. Για τους ιστορικούς της Τέχνης ο δαρβινισμός απετέλεσε τον μεγαλύτερο διαμορφωτικό παράγοντα του νατουραλισμού, του καλλιτεχνικού κινήματος που έκανε την εμφάνισή του στο τέλος του 19ου αιώνα.
Στην νατουραλιστική θεώρηση του κόσμου, την οποία επηρέασαν τα μεγάλα επιστημονικά επιτεύγματα και οι ανακαλύψεις νέων φυτικών και ζωικών ειδών, δεν είχαν θέση οι υπερβατικές δυνάμεις. Αντιθέτως η έμφαση δίνεται στη σχολαστική παρατήρηση και ερμηνεία των γεγονότων με τις μεθόδους των θετικών επιστημών. Για το λόγο αυτό η καλλιτεχνική δημιουργία απομακρύνθηκε από την ηθικοπλασία και την αισθηματολογία του ρομαντισμού, ενώ η θεματολογία της εγκατέλειψε τα ιστορικομυθολογικά θέματά του, για να στραφεί προς τη Φύση, με την οποία ο άνθρωπος συνδέεται πλέον αναπόσπαστα, ως μέρος της και προϊόν της.
Οι νατουραλιστές συγγραφείς υιοθέτησαν μια πιστή καταγραφή της ανθρώπινης κατάστασης στην οποία τα κίνητρα, οι ενέργειες και οι αποφάσεις, απογυμνωμένες από ηθικές κρίσεις, απέκτησαν χαρακτήρα φαινομένων της Φυσιολογίας και οι ζωγράφοι βγήκαν από τα ατελιέ τους για να απαθανατίσουν στιγμές της καθημερινότητας στην ύπαιθρο.
Ο Hippolyte Taine, που υπήρξε ο θεωρητικός του νέου ρεύματος στο έργο του «Η ιστορία της Αγγλικής λογοτεχνίας (1864)» αναφέρει: «Υπάρχει μια ορισμένη τάση για την φιλοδοξία, το θάρρος, την ειλικρίνεια, όπως ακριβώς υπάρχει για την πέψη, την μυϊκή κίνηση, τη ζωική θερμότητα» και αργότερα το 1866 στη 2η έκδοση του «Δοκιμίου Κριτικής και Ιστορίας» εξηγώντας το Δαρβίνο προσθέτει: «Το ανθρώπινο ζώο αποτελεί συνέχεια του πρωτόγονου ζώου. Και στα δύο το αρχικό μόριο κληρονομείται, και το σχήμα που αποκτάει μεταδίδεται μερικά και βαθμιαία με την κληρονομικότητα» και στα δύο «το μόριο εξελίσσεται μόνο κάτω από την επίδραση του περιβάλλοντος του».
Και ο Εμίλ Ζολά, ο κύριος εκφραστής του νατουραλισμού στη λογοτεχνία, το 1880 στο δοκίμιό του «Το πειραματικό μυθιστόρημα» αναπτύσσει την άποψη ότι ο μυθιστοριογράφος δεν πρέπει να αρκείται στην απλή καταγραφή των φαινομένων, αλλά σαν θετικός επιστήμονας, να υποβάλλει σε εξαντλητικό έλεγχο το περιβάλλον και την κληρονομικότητα των ηρώων του, προκειμένου να προσδιορίσει και να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζουν τους χαρακτήρες τους. Μάλιστα η πεποίθηση του αυτή τον οδηγούσε να εκτίθεται στις ίδιες συνθήκες με τους ήρωες των μυθιστορημάτων του, προκειμένου να περιγράψει το χαρακτήρα τους και να εξιστορήσει τα πάθη τους (λέγεται ότι πριν ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του Νανά, μέτρησε τις διαστάσεις του δωματίου μιας πόρνης και επίσης ότι επισκέφθηκε επανειλημμένα τα ορυχεία, προκειμένου να συγγράψει το Germinal).
Οι θεωρίες του Δαρβίνου και οι (αδιαμόρφωτες ακόμα) ιδέες για την κληρονομικότητα, επηρέασαν τους νατουραλιστές στη θεώρησή τους για τον άνθρωπο, εξωθώντας τις όμως στα ακρότατα όρια τους: Θέλοντας να αντιταχθούν στην εξιδανικευμένη εικόνα του που είχε σχηματίσει ο ρομαντισμός, τόνιζαν υπερβολικά και εσκεμμένα την προέλευση του από προγενέστερους ζωικούς οργανισμούς, προβάλλοντας ορμέμφυτα, που τον επέστρεφαν στη πρωτόγονη κατάσταση που λαθροβιούσε μέσα του.
Για την τάση τους αυτή κατηγορήθηκαν (και ιδιαιτέρως ο Ζολά) για ανηθικότητα. Η απάντηση όμως που δόθηκε ήταν ότι το μυθιστόρημα αντιπροσωπεύει επιστημονική μελέτη και ως τέτοια ενδιαφέρεται μόνο για την καταγραφή και κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης, όπως στην πραγματικότητα είναι, και συνεπώς βρίσκεται πέραν των ηθικών κριτηρίων, και ως προς το περιεχόμενό του, και ως προς τον τρόπο γραφής.
Όμως οι ιδέες του Δαρβίνου, αλλά και οι πρόοδοι στη μικροσκοπία επηρέασαν επίσης τις εικαστικές τέχνες. Πράγματι το καλλιτεχνικό και διακοσμητικό ύφος των μέσων του 19ου αιώνα που στην Αγγλία και τη Γαλλία αποκλήθηκε Art Nouveau, στην Γερμανία Jugendstil και στην Ισπανία, Μοντερνισμός επηρεάστηκε ισχυρά από τις προόδους στη Βιολογία.
Δεν ήταν μόνο η νέα θεματολογία που αντλήθηκε από όλες σχεδόν τις μορφές ζωής, χερσαίες ή υδρόβιες, πολυκύτταρες ή μονοκύτταρες, αντιληπτές με το γυμνό μάτι ή το μικροσκόπιο, ούτε οι ασύμμετρες κυματοειδείς γραμμές - οργανικής προέλευσης- των πινάκων και των διακοσμήσεων που θύμιζαν πλοκάμια μέδουσας ή έλικες αναρριχώμενου φυτού - αλλά επίσης η εισαγωγή στο λεξιλόγιο των καλλιτεχνών, όρων και εννοιών που παρέπεμπαν στη Φύση και τις θεωρίες του Δαρβίνου. Όροι όπως «βιομομορφές», «μεταβολή», και «μεταμόρφωση» είχαν γίνει κοινής χρήσεως ανάμεσα στους καλλιτέχνες της Art Nouveau, ενώ εκφράσεις όπως η «Εξέλιξη του αρχιτεκτονικού ρυθμού», «Εξέλιξη του καλλιτεχνικού γούστου» γεννήθηκαν τότε- μαρτυρώντας τη διεισδυτικότητα της δαρβινικής συλλογιστικής και στο πεδίο της Τέχνης.
Μετά τη δημοσίευση της «Προέλευσης των ειδών»- που απέδειξε την ενότητα της Φύσης-, και της Καταγωγής του Ανθρώπου, -και τοποθέτησε τον άνθρωπο αμετάκλητα εντός της- η Φύση για τους καλλιτέχνες απετέλεσε πλέον μια οικουμενική επικράτεια, ευρύτερη από τον πολιτισμό και την ηθική συμβατικότητά του. Έτσι στα έργα τους η Φύση που είναι πανταχού παρούσα, αποπνέει ερωτισμό, είναι μεταβαλλόμενη και εμπεριέχει τον άνθρωπο.
Το ρεύμα της Art Nouveau απλώθηκε στη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική, την κοσμηματοποιία, την εικονογραφία και άλλες διακοσμητικές τέχνες. Στους εκπροσώπους του περιλαμβανόταν ο φημισμένος καλλιτέχνης Rene Lalique, ο ποιητής-κοσμηματοποιός για τους συγχρόνους του, οποίος ενσωμάτωσε περισσότερο από κάθε άλλον την ιδέα της μεταμόρφωσης στο έργο του, καθώς συνδύαζε τη γυναικεία μορφή με τις μορφές λουλουδιών και εντόμων που εμπνεόταν από τον φυσικό κόσμο.
Στην αρχιτεκτονική οι βιομορφές ενέπνευσαν τον Antonio Gaudi, του οποίου τα μοναδικά κτίρια στη Βαρκελώνη, ατενίζουν τον επισκέπτη, σαν έμβια όντα που έχουν εγκατασταθεί στην πόλη, τον βέλγο αρχιτέκτονα Victor Horta και επίσης τον Hector Guimard στις εισόδους του παρισινού μετρό.
Αριστερά, είσοδος Παρισινού μετρό. Δεξιά, Η πρόσοψη της Casa Batllo του A. Gaudi στη Βαρκελώνη. |
Η επίδραση της Τέχνης στο Δαρβινισμό
Ο Κ. Δαρβίνος στην αυτοβιογραφία του αναφέρει: «Βολιδοσκόπησα αρκετούς φυσιοδίφες και ποτέ δεν έτυχε να συναντήσω έστω και έναν που να φαίνεται να αμφιβάλλει για τη μονιμότητα των ειδών». Αν όμως δεν υπήρχε έστω και ένας σύγχρονος επιστήμονας του Δαρβίνου, που να πίστευε στη μεταβλητότητα των ειδών, παραδόξως δεν ισχύει το ίδιο για τους ποιητές.Πράγματι ο ποιητής Samuel Coleridge είχε δηλώσει σε μια φιλοσοφική διάλεξη που έκανε το 1819: «Μια πεποίθηση που έχει γίνει πολύ κοινή ανάμεσα στους χριστιανικούς λαούς, είναι ότι η ανθρώπινη φυλή ξεκίνησε από μια κατάσταση αγριότητας και σιγά -σιγά από το στάδιο του πιθήκου, κατέληξε με διαφορετικές φάσεις, στο στάδιο του ανθρώπου».
Δεν είναι γνωστό αν ο Δαρβίνος είχε ακούσει ή διαβάσει τη δήλωση του Coleridge, που ήταν ένας από τους αγαπημένους του ποιητές, είναι όμως γνωστό ότι ο παππούς του, ο ποιητής Erasmus Darwin, είχε «προαναγγείλει» τη θεωρία που διατύπωσε πλήρως και απέδειξε ο εγγονός του, στο βιβλίο του «Ζωονομία», στο οποίο υποστήριζε ότι όλες οι μορφές της ζωής προέρχονται από έναν κοινό πρόγονο.
Φυσικά η απόσταση που χωρίζει τις ολοκληρωμένες θεωρίες που διετύπωσε ο Δαρβίνος στην «Προέλευση των ειδών» από τη δήλωση του Coleridge και την αδρή διατύπωση μιας ιδέας για την Εξέλιξη του Erasmus Darwin, είναι πολύ μεγάλη. Ποιος όμως μπορεί να αμφισβητήσει ότι αν δεν ενέπνευσαν το Δαρβίνο, προλείαναν το έδαφος για τη διατύπωση της ρηξικέλευθης θεωρίας που ανέτρεψε «εν μία νυκτί» τον τρόπο που αντιλαμβανόταν ο άνθρωπος τον εαυτό του και τον κόσμο;
Ας σημειωθεί επίσης ότι ο Δαρβίνος έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για τις Τέχνες και ότι έψεγε τον εαυτό του γιατί από κάποια ηλικία και πέρα είχε παραμελήσει την ενασχόλησή του με αυτές.
«Μέχρι την ηλικία τριάντα, ή πέρα από αυτήν, πολλά είδη ποίησης … μου έδωσαν μεγάλη ευχαρίστηση και ακόμη ως μαθητής έπαιρνα μεγάλη ευχαρίστηση με τον Σαίξπηρ, ειδικά με τα ιστορικά έργα. Έχω επίσης πει στο παρελθόν ότι, η ζωγραφική και η μουσική μου προσέφεραν μεγάλη απόλαυση. Αλλά εδώ και πολλά χρόνια δεν έχω την υπομονή να διαβάσω μια γραμμή ποίησης. Προσφάτως προσπάθησα να διαβάσω Σαίξπηρ και τον βρήκα τόσο ανυπόφορα σκοτεινό ώστε μου προκάλεσε ναυτία. Έχω επίσης σχεδόν απολέσει την αίσθηση της απόλαυσης της ζωγραφικής και της μουσικής… Το μυαλό μου φαίνεται ότι έγινε ένα είδος μηχανής για την εξαγωγή γενικών νόμων από μια μεγάλη συλλογή δεδομένων, γιατί όμως αυτό έπρεπε να προκαλέσει την ατροφία εκείνου του μέρους του εγκεφάλου μόνο, από το οποίο εξαρτώνται τα υψηλώτερα γούστα, είναι κάτι που δεν μπορώ να το συλλάβω…Αν έπρεπε να ξαναζήσω τη ζωή μου, θα είχα καταρτίσει έναν κανόνα, να διαβάζω λίγη ποίηση και να ακούω λίγη μουσική τουλάχιστον μια φορά την βδομάδα, γιατί ίσως έτσι τα τμήματα του μυαλού μου που έχουν τώρα ατροφήσει θα είχαν παραμείνει δραστήρια, μέσω της χρήσης τους. Η απώλεια αυτών των προτιμήσεων είναι μια απώλεια ευτυχίας και μπορεί ενδεχομένως να είναι επιβλαβής για τη διάνοια και πιθανώς ακόμη περισσότερο επιβλαβής για τον ηθικό χαρακτήρα, με την εξασθένιση του συναισθηματικού μέρους της φύσης μας».