Λίγα χρόνια μετά την πτώση του επαίσχυντου τείχους του Βερολίνου κυκλοφορούσε μια ανεπιβεβαίωτη επιστημονικά ιστορία για τα κουνέλια που είχαν εγκλωβιστεί στην ουδέτερη ζώνη μεταξύ των δύο Γερμανιών, ζώνη που καθώς ήταν απρόσιτη από τον άνθρωπο είχε μετατραπεί σε μια περιοχή πλούσιας βιοποικιλότητας και πραγματικό παράδεισο για τα συμπαθή τρωκτικά.
Έτσι καθώς περνούσαν το ένα μετά το άλλο, τα 30 περίπου χρόνια - αναπαραγωγικής - απομόνωσης του ανατολικού, από τον δυτικό πληθυσμό κουνελιών, οι διαφορές που είχαν προκύψει από τους μηχανισμούς παραγωγής γενετικής ποικιλομορφίας (μεταλλάξεις κ.ά.) στον ανατολικό πληθυσμό, εδραιώνονταν, ώστε να θέτουν τις βάσεις για τη δημιουργία μιας νέας ποικιλίας.
Όταν το τείχος έπεσε, καταρρίφθηκε μαζί του και ο αναπαραγωγικός φραγμός μεταξύ των κουνελιών που βρίσκονταν στις δύο πλευρές του τείχους. Έτσι τα κουνέλια μπορούσαν πλέον να ζευγαρώνουν μεταξύ τους, και η διαδικασία απόκλισης του ανατολικού πληθυσμού-που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάδυση ενός νέου υποείδους-ανεκόπη.
Αυτά λοιπόν τα εγκλωβισμένα και στη συνέχεια απελευθερωθέντα κουνέλια ερχόμενα σε επαφή με τον άνθρωπο, τους πολύβοους και γεμάτους κυκλοφορία δρόμους του Δυτικού Βερολίνου, τα βρήκαν στην αρχή πολύ σκούρα: βρίσκονταν σε ένα νέο περιβάλλον που δεν γνώριζαν και προς το οποίο δεν είχαν ακόμη προσαρμοστεί.
Πολλά έπεφταν θύματα των σκύλων, άλλα των τροχών των αυτοκινήτων και πολύ περισσότερα, φοβούμενα να εγκαταλείψουν τους θάμνους στους οποίους προστατεύονταν, πέθαιναν από την πείνα!
Αυτά τα τελευταία, πραγματικά, γεγονότα για τις δυσκολίες των κουνελιών του ανατολικού μπλοκ, αξιοποίησε ο Πολωνός σκηνοθέτης Μπάρτεκ Κονόπκα, για να περιγράψει στην αλληγορία του: "Τα κουνέλια του Βερολίνου", τις δυσκολίες των Ανατολικογερμανών στην νέα, ενιαία πατρίδα τους. Είχαν αποκτήσει την πολυπόθητη ελευθερία τους· έπρεπε, όμως, να μάθουν και να ζουν με αυτήν.