Συνήθως αποφεύγω να διαβάζω ένα βιβλίο στη φάση της ευρείας αποδοχής του - τότε που οι περισσότεροι από τους φίλους και τις φίλες μου μιλούν γι' αυτό - και περιμένω, αν στο μεταξύ δεν το ξεχάσω, να κοπάσει ο θόρυβος πριν ασχοληθώ μαζί του.
Αυτό συνέβη και με το μυθιστόρημα: Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες, της αμερικανίδας ζωολόγου Ντέλια Όουενς, που μεταφράστηκε από την Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόθηκε από τις εκδόσεις Δώμα, κι όπως διαπιστώνω, έχει προχωρήσει στην 90η χιλιάδα αντιτύπων, αφού στο μεταξύ έγινε παγκόσμιο best seller και κινηματογραφική ταινία.
Μη με ρωτήσετε, αν ολοκληρώνοντας το βιβλίο, βρήκα σε αυτό τη λογοτεχνική αξία, την οποία τόσο είχαν υμνήσει οι φίλοι μου που το είχαν διαβάσει. Δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας και ό,τι γράφω, αποτελεί φυσικά μια κρίση, αυθαίρετη όμως, καθώς απηχεί κυρίως τις εντυπώσεις ενός απλού αναγνώστη, που δεν έχει τον ευρύ ορίζοντα και το βάθος της γνώσης που θα απαιτούσε μια εμπεριστατωμένη κριτική.
Το βιβλίο λοιπόν το διάβασα, γενικά, ευχάριστα. Άλλωστε νομίζω, ότι η συγγραφέας του το έγραψε στοχεύοντας στο ευρύ κοινό, που θα γοητευόταν από ένα βιβλίο το οποίο είναι ταυτόχρονα αστυνομικό μυστήριο, δικαστικό δράμα, ιστορία κοινωνικού αποκλεισμού, ρομάντζο και οικολογικό αφήγημα. Και από την άποψη αυτή, τα κατάφερε καλά. Το βιβλίο, αν και νευρώδες σε μερικές σελίδες του και ράθυμο σε άλλες, καταφέρνει με την πλοκή του να κινητοποιεί τα συναισθήματα και τις σκέψεις του αναγνώστη, για καθένα από τα συστατικά της "συνταγής" του. Αγωνία για την έκβαση της δικαστικής υπόθεσης και την εξιχνίαση του εγκλήματος, συμπάθεια για το μικρό αποκλεισμένο από την κοινότητά του κοριτσάκι, συγκίνηση από τα ερωτικά σκιρτήματα της νεαρής, πια, ηρωίδας του, απέχθεια για το ρατσιστικό και σεξιστικό πρόσωπο του Αμερικανικού Νότου, οικολογική ενσυναίσθηση για τους απειλούμενους βιοτόπους, έκπληξη από την ανατροπή που αποκαλύπτεται στις τελευταίες σελίδες του.
Η συγγραφέας τα πάει επίσης πολύ καλά στους διαλόγους των ηρώων της και στην περιγραφή των τοπίων, των εναλλαγών των εποχών, των οικοσυστημάτων και των οργανισμών της Βόρειας Καρολίνας. Κι ενώ οι διάλογοι έχουν το χάρισμα της αμερικανικής λογοτεχνίας, να είναι ζωντανοί και αληθινοί, στην περιεκτικότητά τους, οι περιγραφές αντιθέτως, θυμίζουν - στην καταγραφή των λεπτομερειών - τις περιγραφές του Μπαλζάκ. Όπως και στην περίπτωσή του - αν και σε κάποιες σελίδες σχοινοτενείς - δεν κουράζουν τον αναγνώστη διότι προσθέτουν στην ιστορία της το αναγκαίο σκηνικό, που το στήνουν εμπράγματα και με όλη την ποικιλία των αποχρώσεων του.
Όσον αφορά το βάθος των χαρακτήρων των ηρώων της συγγραφέως και τους λόγους που κατευθύνουν τη συμπεριφορά τους, νομίζω ότι το βιβλίο είναι κάπως άνισο. Δυνατή σκιαγράφηση της ηρωίδας, του Σάλτα και της γυναίκας του, αδύνατη μάλλον στην περίπτωση του Τέιτ - ο λόγος για τον οποίο αθετεί τις υποσχέσεις του στην Κάια δεν είναι πειστικός - και στην περίπτωση του Τσέις, ο οποίος - αν και δικαίως παραδίδεται στην περιφρόνηση του αναγνώστη - δεν μιλά ποτέ για τον εαυτό του.
Όπως ανέφερα το βιβλίο, είναι εκτός από αστυνομική, δικαστική και οικολογική ιστορία και μια ιστορία που περιγράφει τα ερωτικά σκιρτήματα της ηρωίδας του, καθώς περνά, από την παιδική ηλικία στην εφηβεία. Νομίζω ότι στον τομέα αυτόν, το βιβλίο φλερτάρει με το μελό, έχει όμως μια καλή δικαιολογία: Πώς αλήθεια να περιγράψει κανείς, με διαφορετικό τρόπο, τα συναισθήματα που γεννά η πρώτη αγάπη; Βρίσκω, όμως, ότι στις - ούτως ή άλλως δύσκολες - ερωτικές στιγμές, είναι αμήχανο και καταφεύγει στην στερεοτυπική επανάληψη των συμπεριφορών των ηρώων του.
Άφησα για τελευταίο, αυτό που με εντυπωσίασε και θεωρώ μείζον, ως βιολόγος. Το βιβλίο αποτελεί έναν ύμνο στη Φυσική Ιστορία, καθώς ό,τι συμβαίνει στην πλοκή του, περιλαμβάνει και το φυσικό περιβάλλον που "καταπίνει" και κάνει αδιάσπαστο μέρος του - αν και απειλούμενο από τον άνθρωπο - τους ήρωες του βιβλίου, των οποίων οι πράξεις, τα πάθη και οι πόθοι, περιστρέφονται γύρω από έναν πυρήνα, που είναι ανυπερθέτως βιολογικός.
Και κάτι ακόμη που ίσως υποπέσει στην αντίληψη του προσεκτικού βιολόγου αναγνώστη. Το βιβλίο αναγνωρίζει ότι πίσω από το παιχνίδι της επιβίωσης, της ποικιλομορφίας και της ερμηνείας της βρίσκεται το DNA, που το ορίζει, με τον ποιητικότερο τρόπο που έχω συναντήσει ποτέ: Μόριο του DNA, ο αστραφτερός καθεδρικός ναός της ζωής.
Ταυτόχρονα όμως αποτίει και φόρο τιμής, στην "άλλη βιολογία", αυτή που στηρίζεται ελάχιστα στις φυσικοχημικές προσεγγίσεις, στα πειράματα και στους δοκιμαστικούς σωλήνες. Τη βιολογία της περιγραφής, στην οποία αφιερώνει τις περισσότερες σελίδες του. Τι ωραίος πράγματι τρόπος για να αναγνωριστεί η μεγάλη συμβολή, αυτής της συκοφαντημένης μεθόδου, στην ανέγερση του οικοδομήματος της σύγχρονης βιολογίας και ειδικώς, της Εξελικτικής ...