Ο μικρός σκυμμένος πάνω σε έναν αυτοσχέδιο πάγκο, ένα μεταποιημένο παλιό κασόνι, άνοιγε ένα χαρτόκουτο από το οποίο ανέσυρε πηνία, πυκνωτές, λυχνίες, αντιστάσεις, τόσο προϊόντα των αναζητήσεων του στους σκουπιδοτενεκέδες της γειτονιάς όσο και των επίμονων παζαριών του στο τοπικό παλιατζίδικο.
Ο φίλος του πατέρα του Ρίτσαρντ, θαύμαζε την προσοχή με την οποία ο μικρός διάλεγε το ένα εξάρτημα μετά το άλλο, και την υπομονή με την οποία δοκίμαζε να τα συναρμολογήσει. Ωστόσο δεν ήταν βέβαιος αν ο μικρός ήξερε τι στην πραγματικότητα ήθελε να φτιάξει, καθώς το τρέχον στάδιο εκτέλεσης του έργου που παρατηρούσε από την ανοικτή πόρτα, δεν μαρτυρούσε ακόμη το τελικό.
Αποφάσισε να δώσει χρόνο στο μικρό και να συνεχίσει τη συζήτησή του με τον πατέρα του. Έτσι κι αλλιώς ότι και αν σκόπευε να κατασκευάσει το αγόρι, ραδιόφωνο, ενισχυτή ή ακόμη και πομπό, δεν θα ήταν πλήρες και λειτουργικό, παρά μόνο μετά την ολοκλήρωσή της συναρμολόγησής του.
Την ίδια ώρα που το πρώιμο ερευνητικό μυαλό του μικρού Ρίτσαρντ λειτουργούσε δραστήρια για να κατασκευάσει την αδρανή ακόμη ηλεκτρονική συσκευή του, κατασκεύαζε και τις νέες συνάψεις χάρη στις οποίες μερικά χρόνια αργότερα θα αναδυόταν η ώριμη προσωπικότητα του Ρίτσαρντ Φάυνμαν, του σπουδαίου φυσικού του 20ου αιώνα.