Άνοιξη, και ο φίλος της σελίδας Γιώργος Λιγνός, με πρόλαβε. Γνωστοποιώντας, σε μια δημοσίευσή του τη θλιβερή ιστορία που βρίσκεται πίσω από την καθιέρωση της παπαρούνας, ως του λουλουδιού με το οποίο τιμούμε τη μνήμη των πεσόντων στον "Μεγάλο Πόλεμο", με υποχρέωσε να αλλάξω σχέδια. Έτσι αντί για τα Ελληνικά αγριολούλουδα, που σχεδίαζα, ετοιμαστείτε να διαβάσετε μια από τις πλέον συγκινητικές σελίδες του Δυτικού Μετώπου, του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, που άφησε πίσω του, περισσότερα από 8 εκατομμύρια νεκρών. 

John McCrae
Τον Αύγουστο, λοιπόν, του 1914 ο John McCrae, ένας 40χρονος Καναδός γιατρός,  ενώ βρισκόταν εν πλω προς την Αγγλία, πληροφορήθηκε μαζί με τους υπόλοιπους επιβάτες του πλοίου, ότι η Βρετανία είχε κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία. Παρά το ότι δεν ήταν ένας νεαρός πλέον άνδρας, και είχαν περάσει 10 χρόνια μετά την ολοκλήρωση της θητείας του, φτάνοντας στην Αγγλία παρουσιάστηκε στις στρατιωτικές αρχές για να δηλώσει την εθελοντική συμμετοχή του στον πόλεμο, στον οποίο είχε μπει και ο Καναδάς, ως μέλος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.

Ο John McCrae τοποθετήθηκε, ως αξιωματικός (ταγματάρχης) στην υγειονομική υπηρεσία της 1ης Ταξιαρχίας Πυροβολικού του Καναδά και λίγους μήνες αργότερα, βρέθηκε στην πεδιάδα της Φλάνδρας, όπου διεξαγόταν μια από τις φονικότερες μάχες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η 2η μάχη του Υπρ

Ο McCrae στο ιατρείο των χαρακωμάτων,  φρόντισε εκατοντάδες τραυματίες και γνώρισε ο ίδιος τις συνέπειες του πολέμου, καθώς  προσεβλήθη από το αέριο χλώριο το οποίο οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν πρώτη φορά στο πεδίο της μάχης. Σε ένα γράμμα του McCrae, προς τη μητέρα του - εν μέσω νεκρών, ακρωτηριασμένων και ετοιμοθανάτων - έγραφε:

Η γενική εντύπωση στο μυαλό μου είναι ότι πρόκειται για έναν εφιάλτη. Έχουμε ήδη μετάσχει στις σκληρότερες μάχες. Για δεκαεπτά μέρες και δεκαεπτά νύχτες κανένας μας δεν έχει βγάλει τα ρούχα του, ούτε καν τις μπότες του, παρά μόνο περιστασιακά. Σε όλο αυτό το διάστημα, στο οποίο δεν έκλεισα μάτι, οι κανονιοβολισμοί και οι πυροβολισμοί δεν σταμάτησαν, ούτε για εξήντα δευτερόλεπτα… Και πίσω από όλα ήταν το μόνιμο υπόβαθρο της θέας των νεκρών, των τραυματιών, των ακρωτηριασμένων και μια φοβερή αγωνία μήπως η γραμμή πρέπει να πέσει.

Κάτω από τις συνθήκες αυτές στις οποίες το αίσθημα της συντροφικότητας μεταξύ των συμπολεμιστών γίνεται όρος επιβίωσης, ο McCrae ανέπτυξε στενή φιλία με τον υπολοχαγό Alexis Helmer, ο οποίος την 2α Μαΐου  του 1915, ευρισκόμενος σε μια αποστολή επιθεώρησης μιας πυροβολαρχίας, διαμελίστηκε από μια γερμανική οβίδα που έσκασε στα πόδια του. Ο McCrae, μετά την περισυλλογή των υπολειμμάτων του σώματος του Helmer, και τον ενταφιασμό του σε ένα πρόχειρο στρατιωτικό νεκροταφείο, κάθησε συντετριμμένος στα σκαλοπάτια ενός ασθενοφόρου και, κοιτάζοντας τους τάφους των νεκρών συμπολεμιστών του, συνέθεσε ένα ποίημα που το επέγραψε, ως "Στις πεδιάδες της Φλάνδρας".

Στο ποίημα αυτό - σε μετάφραση δική μου- έγραψε:

Στις πεδιάδες της Φλάνδρας

Στους αγρούς της Φλάνδρας οι παπαρούνες ανθίζουν,

ανάμεσα στους σταυρούς, στοίχο τον στοίχο.

Σηματοδοτούν τις θέσεις μας, και στον ουρανό 

οι κορυδαλλοί συνεχίζουν να πετούν και να τραγουδούν θαρραλέα 

αψηφώντας την κλαγγή των όπλων.

Είμαστε οι νεκροί. Λίγες μέρες πιο πριν

ζούσαμε, νοιώθαμε την αυγή και αισθανόμαστε την ομορφιά της δύσης του ήλιου.

Αγαπήσαμε κι αγαπηθήκαμε. Και τώρα κειτόμαστε στην πεδιάδα της Φλάνδρας.

Συνεχίστε τον πόλεμο με τον εχθρό.

Σε σας, τα αδύναμα χέρια μας, παραδίδουν τον πυρσό.

Κάντε τον δικό σας, κρατήστε τον ψηλά.

Και αν η πίστη σας κλονιστεί, για μας που έχουμε πεθάνει, 

δεν θα κοιμηθούμε ποτέ, όσο φυτρώνουν παπαρούνες στους αγρούς της Φλάνδρας...

Ο McCrae δεν είχε επινοήσει και δεν είχε συμπεριλάβει αυθαίρετα την παπαρούνα στο ποίημα του για τους νεκρούς συμπολεμιστές του. Είχε προσέξει - όπως και εκατοντάδες άλλοι στρατιώτες, όπως αποδεικνύεται από τα γράμματα που έστελναν στους δικούς τους - ότι με την είσοδο της άνοιξης, στα χωράφια της Φλάνδρας, φύτρωναν σε αφθονία παπαρούνες. Το γεγονός, ότι κάτι αντίστοιχο δεν είχε παρατηρηθεί τον καιρό της ειρήνης, είχε την εξήγησή του. Το έδαφος των χωραφιών ήταν σχετικά φτωχό, πριν την έλευση του πολέμου. Με το ανασκάλεμα όμως των χωραφιών από τις εκρήξεις των οβίδων, έρχονταν στην επιφάνεια τα σπέρματα της παπαρούνας, που βρίσκοντας εύφορο έδαφος - από τα νιτρικά και φωσφορικά άλατα των εκρηκτικών, αλλά και την αποικοδόμηση της οργανικής ύλης των νεκρών στρατιωτών και των ζώων - βλάστησαν, ώστε να καταλάβουν εξ ολοκλήρου το πεδίο της μάχης, και τα διάκενα ανάμεσα στους πρόχειρους τάφους των πεσόντων.

Το ποίημα, που με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, γράφηκε την επομένη του θανάτου του Helmer, o McCrae αρχικά το υπέβαλε στο δημοφιλές λονδρέζικο περιοδικό The Spectator, το οποίο όμως το απέρριψε. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με το περιοδικό The Punch, που το δημοσίευσε τον Δεκέμβριο του 1915. Αν και το ποίημα, είχε στριμωχτεί στην κάτω πλευρά μιας αριστερής σελίδας, διαβάστηκε από πολλούς, απομνημονεύτηκε, και αντιγράφηκε σε χιλιάδες ταχυδρομικές επιστολές, ώστε να κινήσει την προσοχή των Αρχών που το αξιοποίησαν σε έρανο για την ενίσχυση της πολεμικής προσπάθειας. 


Τον Ιανουάριο του 1919, η Βρετανική στρατιωτική διοίκηση αναγνωρίζοντας την προσφορά, για τρία και περισσότερα χρόνια του McCrae, τον διόρισε, ως σύμβουλο γιατρό, του 1ης Βρετανικής Στρατιάς. Ο McCrae, δεν πρόλαβε να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα. Την 28η Ιανουαρίου του 1918 πέθανε προσβεβλημένος από πνευμονία - νόσο που ταλαιπώρησε πολλούς από τους εμπολέμους - και μηνιγγίτιδα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το ίδιο που συνέβη στη Φλάνδρα, συνέβη και σε άλλα πεδία μαχών, όπως στη χερσόνησο της Καλλίπολης στην οποία τα συμμαχικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν τον Απρίλιο του 1915, με σκοπό την κατάληψη των στενών των Δαρδανελίων. Μετά από 8 μήνες άγονης προσπάθειας σε μια μάχη χαρακωμάτων, παρόμοια με αυτήν του Δυτικού Μετώπου, τα συμμαχικά στρατεύματα αποχώρησαν ηττημένα αφήνοντας πίσω τους διακόσιες χιλιάδες νεκρούς, και χωράφια, που όπως αυτά της Φλάνδρας, ήταν κατάφυτα από παπαρούνες.

Το ίδιο συνέβη και στο Μακεδονικό Μέτωπο, γνωστό και ως Μέτωπο της Θεσσαλονίκης, που απλώθηκε από τα Ελληνικά σύνορα, ως και την Αδριατική. Πολεμώντας ως εθελοντής, στα χαρακώματα του Μετώπου αυτού ο Στρατής Μυριβήλης σχεδίασε το αντιπολεμικό του μυθιστόρημα Η ζωή, εν τάφω, και αφιέρωσε κι αυτός ένα απόσπασμα στο ελπιδοφόρο λουλούδι που φύτρωνε στους τάφους των στρατιωτών και ποτιζόταν από το αίμα τους.

Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ' ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. Έτσι λένε κάτι σακιά μεγάλα με χώμα που μ' αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ' εδώ χρόνον-καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. Ήρθαν και σάπισαν από τα νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα 'καψε. Τραβώ το δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα-κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Άλλα πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρησμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ' άλλο.

Από δω το θέαμα θα 'ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που 'ναι πάνω πάνω. Ένας απ' αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου 'καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαράς.

Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που 'ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ' άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.

Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα 'βλεπε πως ήταν άλικη, μ' ένα μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί* του είναι ντούρο και χνουδάτο. Έχει κι έναν κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ' αργήσει ν' ανοίξει κι αυτός. Και θα 'ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής.

Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ.

Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνοια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ' αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός. Παίρνω τότες στη ράχη ένα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από την ξαφνική σουβλιά του ποδιού), και τ' ακουμπώ με προφύλαξη μπροστά στο λουλούδι. Έτσι λέω θα 'ναι πάλι κρυμμένο για όλους τους άλλους. Χαμογελώ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στα νύχια κι απλώνω το μπράτσο έξω. Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δαχτύλων. Είναι μια ανεπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά σιγά:

— Καληνύχτα... καληνύχτα και να 'σαι βλογημένη.

Γύρισα γρήγορα στ' αμπρί. Ας μπορούσα να κάμω μια μεγάλη φωταψία... Να κρεμάσω παντού σημαίες και στεφάνια! Άναψα στο λυχνάρι τέσσερα φιτίλια και τώρα πασχίζω να τη χωρέσω εδώ μέσα, μέσα σε μια τόσο μικρή γούβα, μια τόσο μεγάλη χαρά. Η ψυχή μου χορεύει σαν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ' αφουκράζουμαι. Είναι ένα παιδιάστικο τραγούδι:

Φεγγαράκι μου λαμπρό...


Για τη σύνταξη του άρθρου αντλήθηκαν στοιχεία από τη δημοσίευση του Γιώργου Λιγνού, την Καναδική Εγκυκλοπαίδεια, και τη σχετική σελίδα της Καναδικής Κυβέρνησης.