Ο
Άρθουρ Καίστλερ ο πολυμαθής, συγγραφέας, δημοσιογράφος και μαχητής του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου εκτός από τα βιβλία του στα οποία ασχολήθηκε με θέματα ηθικής και πολιτικής ευθύνης, («Μηδέν και το Άπειρο», «Ισπανική Διαθήκη» κ.α.), συνέγραψε έργα που αφορούσαν στην επιστήμη και ειδικά στη Βιολογία. Στο βιβλίο του «Το φάντασμα στη Μηχανή» αποπειράται να γεφυρώσει το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στον αναγωγισμό και τον ολισμό μέσω της δικής του συστημικής θεωρίας για τα ανοικτά ιεραρχικά συστήματα. Στο βιβλίο του «Πράξη Δημιουργίας» μελετά τη σχέση του ασυνείδητου στη δημιουργία, χρησιμοποιώντας παραδείγματα από την επιστήμη, την τέχνη και την εξέλιξη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το βιβλίο «Υπόθεση Αλύτης ο Μαιευτήρ» που εκδόθηκε το 1971 στο οποίο ο συγγραφέας αναδιφά την ιστορία του Paul Kammerer, ενός διάσημου Αυστριακού ζωολόγου των αρχών του αιώνα, που ισχυρίστηκε ότι επιβεβαίωσε πειραματικά τη δυνατότητα μεταβίβασης των επίκτητων χαρακτηριστικών (Λαμαρκισμός).
Το ενδιαφέρον της υπόθεσης δεν έγκειται μόνο στην τραγική κατάληξη της, καθώς ο πρωταγωνιστής της, αυτοκτόνησε όταν αποκαλύφθηκε ότι τα πειραματικά στοιχεία του είχαν χαλκευθεί, αλλά και στο ότι η επιστημονική διαμάχη, που ήταν το επίκεντρό της, απέκτησε επίσης ιδεολογικές και πολιτικές διαστάσεις.
Ο Paul Kammerer (1880-1926) μετά την ολοκλήρωση της διδακτορικής διατριβής του στο πανεπιστήμιο της Βιέννης το 1904, διορίστηκε σχεδόν αμέσως ως βοηθός στο προσφάτως ιδρυθέν Ινστιτούτο Πειραματικής Βιολογίας. Από τότε, ως το θάνατό του σχεδίασε και εκτέλεσε πολλά πειράματα πάνω σε αμφίβια, που αποσκοπούσαν στον έλεγχο της πιθανότητας να ισχύει η θεωρία του Λαμάρκ.
Στα πρώτα πειράματά του χρησιμοποίησε δύο διαφορετικά είδη σαλαμάνδρας που ζουν σε τελείως διαφορετικά περιβάλλοντα, την μαύρη ζωοτόκο σαλαμάνδρα των Άλπεων (Salamandra alta) και την κηλιδωτή ωοτόκο σαλαμάνδρα (Salamandra maculosa) που ζει στα πεδινά σε υψηλώτερες θερμοκρασίες. Ο Kammerer μετά τη μεταφορά κάθε είδους στο περιβάλλον που ζει το άλλο, ανέφερε ότι κάθε είδος ανέπτυξε το χρωματικό πρότυπο του άλλου και ότι μετά από μια περίοδο προσαρμογής η αλπική σαλαμάνδρα από ζωοτόκος έγινε ωοτόκος και η κηλιδωτή σαλαμάνδρα από ωοτόκος έγινε ζωοτόκος. Ακόμη περισσότερο ισχυρίστηκε ότι τα επίκτητα αυτά γνωρίσματα μεταβιβάζονταν κληρονομικά και στους απογόνους των αμφιβίων.
Τα πειράματα αυτά που ήταν ήδη προκλητικά σε μια ιστορική περίοδο που είχε εδραιωθεί ο Μεντελισμός, συνεχίστηκαν με ακόμη προκλητικότερα. Πράγματι ο Kammerer προχώρησε σε πειράματα που αποσκοπούσαν να ελέγξουν αν μια μεταβολή στο περιβάλλον, όπως αυτή που επιχείρησε στο πείραμα με τις σαλαμάνδρες, μπορεί να προκαλέσει μια μεταβιβάσιμη κληρονομικά φαινοτυπική μεταβολή και σε ένα άλλο ζωικό είδος.
|
Alytes obstetricians |
Αυτή τη φορά χρησιμοποίησε τον φρύνο Αλύτη μαιευτήρα (Alytes obstetricians), ένα χερσαίο είδος του οποίου το αρσενικό στερείται των έγχρωμων νυμφικών τύλων που διαθέτουν τα υδρόβια είδη, προκειμένου να συγκρατούν κοντά τους το θηλυκό κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματός τους. Εξαναγκάζοντας λοιπόν τον Αλύτη μαιευτήρα, να αναπαραχθεί σε υδάτινο περιβάλλον ισχυρίστηκε ότι εμφάνισε νυμφικούς τύλους και επίσης ότι το επίκτητο αυτό γνώρισμα κληρονομήθηκε και στους αρσενικούς απογόνους, οι οποίοι το διατήρησαν ακόμη και όταν μεταφέρθηκαν πίσω στο φυσικό περιβάλλον του είδους τους.
Οι ανακοινώσεις του Kammerer προκάλεσαν μεγάλη αναταραχή στην επιστημονική κοινότητα της εποχής του και αντιμετωπίστηκαν με μεγάλη επιφυλακτικότητα και για επιστημονικούς λόγους ως ένα βαθμό όμως, και εξαιτίας της χαρισματικής αλλά ματαιόδοξης προσωπικότητάς του και των πεποιθήσεων του (ήταν δηλωμένος άθεος και σοσιαλιστής και πίστευε ειλικρινά ότι η επίκτητη μάθηση, τη δυνατότητα της οποίας επέτρεπαν τα συμπεράσματά του, θα βελτίωνε το ανθρώπινο είδος).
Από τους σφοδρώτερους επικριτές των απόψεων του αυστριακού βιολόγου ήταν ο βρετανός πρωτοπόρος του Μεντελισμού William Bateson ο οποίος ήδη από το 1910, όπως αναφέρεται στο σύγγραμμά του «Προβλήματα Γενετικής» που εκδόθηκε το 1913, είχε διατυπώσει τις αμφιβολίες του για τη δυνατότητα επιβεβαίωσης των πειραματικών αποτελεσμάτων του Kammerer. Στο σύγγραμμα αυτό ο Bateson σημείωνε επίσης, ότι παρά την παράκλησή του να του αποσταλούν και να του επιδειχτούν (σε μια επίσκεψή του στη Βιέννη) δείγματα Αλύτη μαιευτήρα με νυμφικούς τύλους, ο Kammerer δεν είχε ανταποκριθεί.
Σε μια όμως από τις διαλέξεις (με τις οποίες ο Kammerer εξασφάλιζε τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους τους οποίους η πανεπιστημιακός περίγυρος στερούσε, αρνούμενος να του δώσει μια πανεπιστημιακή θέση) το 1923, στο Cambridge παρουσίασε όσα δείγματα Αλύτη είχαν διασωθεί από τον πόλεμο που είχε προηγηθεί και κανείς από τους παριστάμενους επιστήμονες δεν εξέφρασε κάποια αμφιβολία για την αξιοπιστία τους.
Στα λίγα χρόνια που επακολούθησαν μέχρι την αυτοκτονία του δημοσίευε τις απόψεις του σε περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας και σε εφημερίδες, κερδίζοντας μια πλατειά δημοσιότητα και δημοφιλία, η οποία όμως έκανε τους επιστήμονες της εποχής του, ακόμη επιφυλακτικότερους.
Από την επιστημονική κοινότητα η μόνη που προσέφερε την υποστήριξή της στον Kammerer, ήταν η σοβιετική, που το 1925 έσπευσε να του προσφέρει μια θέση στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και την πρόσκληση της οργάνωσης ενός βιολογικού εργαστηρίου στο Ινστιτούτο του Παβλώφ, καθώς ο Λαμαρκισμός ήταν συμβατός με τον διαλεκτικό υλισμό, σε αντίθεση με το Μεντελισμό και τον Δαρβινισμό που καταδικάζονταν ως αντιδραστικές θεωρίες.
Αυτά συνέβαιναν ως τις 7 Αυγούστου του 1926, οπότε ένα άρθρο στο περιοδικό Nature του Δρ. G. K. Noble έφορο του τμήματος ερπετών του Αμερικανικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, απεδείκνυε ότι οι νυμφικοί τύλοι του Αλύτη μαιευτήρα, ήταν προϊόν απάτης που είχε δημιουργηθεί με την έγχυση σινικής μελάνης…
Η αποκάλυψη αυτή μαζί με την ασταθή ψυχολογική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει λόγω των οικονομικών προβλημάτων, της άρνησης μιας γυναίκας, να τον ακολουθήσει στη Μόσχα, της απώλειας στη διάρκεια του πολέμου του συνόλου σχεδόν της εργασίας του και της απροθυμίας του να την ξαναρχίσει πάλι, μέσα στο κλίμα δυσπιστίας που πλέον τον περιέβαλλε, τον οδήγησαν να θέσει τέλος στη ζωή του στις 23 Σεπτεμβρίου του 1926.
Στο γράμμα υπερασπίζεται την επιστημονική δραστηριότητά του και δηλώνει την επιθυμία του, το πτώμα να χρησιμοποιηθεί στο ανατομικό εργαστήριο ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος, προσθέτοντας: «Ίσως οι άξιοι ακαδημαϊκοί συνάδελφοι να ανακαλύψουν στο μυαλό μου ένα ίχνος απ’ τα προσόντα που δεν βρήκαν στις εκδηλώσεις των πνευματικών μου δραστηριοτήτων, όταν ήμουν ζωντανός».
Μετά το θάνατό του το όνομά του και η εργασία που πραγματοποίησε ξεχάστηκαν όπως και η θεωρία της μεταβίβασης των επίκτητων χαρακτηριστικών, η οποία όμως επιβίωσε για αρκετά ακόμη χρόνια στη Σοβιετική Ένωση, για όσο τουλάχιστον χρονικό διάστημα, στην σοβιετική βιολογία δέσποζε η φυσιογνωμία ενός απίθανου τσαρλατάνου του Τροφίμ Λυσένκο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι 2 χρόνια μετά το θάνατό του Kammerer γυρίστηκε μια προπαγανδιστική ταινία με τον τίτλο Σαλαμάνδρα της οποίας το σενάριο εξιστορούσε τις διώξεις ενός επιστήμονα (του Kamerrer) που υποστήριζε τη θεωρία της μεταβίβασης των επίκτητων χαρακτήρων, από το συνασπισμένο κατεστημένο των δαρβινιστών (;) και της εκκλησίας.
Ο Άρθουρ Καίστλερ στο βιβλίο του «Υπόθεση Αλύτης ο Μαιευτήρ» συνηγορεί υπέρ της προσφοράς και της εντιμότητας του αυτόχειρα επιστήμονα, πιθανολογώντας ότι υπεύθυνος της νοθείας ήταν κάποιος από το προσωπικό του εργαστηρίου (ίσως ένας οπαδός του ναζιστικού κόμματος) που προσέθεσε σινική μελάνη στη θέση των νυμφικών τύλων του φρύνου προκειμένου να διασύρει για πολιτικούς λόγους τον Kammerer. Αφήνει ωστόσο ανοικτό το ενδεχόμενο ο επιστήμονας σε μια στιγμή απόγνωσης να θέλησε να κάνει εμφανέστερους τους τύλους, ποτίζοντάς τους με σινική μελάνη.
Ήταν πράγματι ο Kammerer αθώος ή συνέβαλε στην παραχάραξη των δειγμάτων; Η αυτοκτονία του, η καταστροφή του κτιρίου του Ινστιτούτου Πειραματικής Βιολογίας κατά τον σοβιετικό βομβαρδισμό της Βιέννης και η απαλοιφή κάθε ίχνους από την εργασία του, θα κρατήσουν μάλλον για πάντα το ερώτημα αναπάντητο.