Όποτε αναφερόμαστε στο DNA το μυαλό μας αυτόματα πηγαίνει στον Watson, στον Crick και ίσως στον Wilkins και στην Franklin.
Από τη μια μεριά αυτοί οι συνειρμοί είναι απολύτως δικαιολογημένοι. Το εμβληματικό δίδυμο με τη διατύπωση του μοντέλου της δίκλωνης έλικας και τη μετέπειτα εργασία του, έθεσε τα θεμέλια της Μοριακής Βιολογίας και άνοιξε το δρόμο για τα σύγχρονα επιτεύγματά της.
Από την άλλη μεριά όμως, δεν θα διαφωνήσετε, πως τόσο στα σχολικά βιβλία, όσο και στα επετειακά άρθρα που συντάσσονται για τον εορτασμό της ημέρας του DNA, η ανακάλυψη της δίκλωνης έλικας προβάλεται ως ένα επίτευγμα που συντελέστηκε περίπου εν κενώ.
Σαν δηλαδή να μην είχαν προηγηθεί ερευνητές που με τις σπουδαίες ανακαλύψεις και ιδιαιτέρως, με τις λαμπρές ιδέες τους, έγιναν οι γίγαντες στους ώμους των οποίων πατώντας, οι Watson και Crick κατόρθωσαν να δουν, και να μας δείξουν στη συνέχεια, την περίφημη δίκλωνη έλικα.
Αξίζει συνεπώς μια μνεία σ' αυτούς του αφανείς γίγαντες και στο έργο που έφεραν εις πέρας, όχι μόνο για να τιμηθεί η συμβολή τους στην επιστήμη, αλλά και για να γνωστοποιηθούν οι μαίανδροι στην ιστορία της Μοριακής Βιολογίας που οδήγησαν στην κατοπινή εξέλιξή της.

Friedrich Miescher

Πρώτος στη σειρά δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Friedrich Miescher (1844-1895) έναν Ελβετό γιατρό που αποφάσισε μετά την αποφοίτηση του από την Ιατρική Σχολή το 1868, να στραφεί προς την ιατρική έρευνα παρά προς την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος, εξαιτίας ενός προβλήματος ακοής, που δυσχέραινε την επικοινωνία του με τους ασθενείς.

Έτσι προσελήφθη από το Πανεπιστήμιο του Tübingen προκειμένου να εργαστεί κάτω από την εποπτεία του Felix Hoppe-Seyler στο νεοσύστατο τότε, Τμήμα των Φυσικών Επιστημών. Το εργαστήριο του Hoppe-Seyler ήταν μεταξύ των πρώτων εργαστηρίων στην Γερμανία που εστίαζαν τη μελέτη τους στην ιστοχημεία. Σε μια εποχή που ακόμη οι επιστήμονες διαφωνούσαν για την έννοια του "κυττάρου" ο Hoppe-Seyler και οι συνεργάτες του, είχαν αφιερωθεί στην απομόνωση των μορίων που συνιστούν τα κύτταρα. Στον Miescher ανατέθηκε το καθήκον να μελετήσει τη σύνθεση των λεμφοειδών κυττάρων και συγκεκριμένα των λευκών αιμοσφαιρίων.

Τα κύτταρα αυτά ήταν δύσκολο να απομονωθούν από τους λεμφαδένες, βρίσκονταν όμως σε μεγάλες ποσότητες στο πύον των μολύνσεων. Ο Miescher συγκεντρώνοντας επιδέσμους από την γειτονική κλινική κατάφερε μετά την απόσπαση των κυττάρων από το πύον, να απομονώσει από τους πυρήνες τους ένα νέο μόριο, τη νουκλεΐνη και να μελετήσει τη χημική σύστασή της. Έτσι ανεκάλυψε ότι η νουκλεΐνη αποτελείται από Η, Ο, Ν, και Ρ και επίσης ότι είχε μια μοναδική αναλογία P προς Ν. Στη συνέχεια μάλιστα κατάφερε την ίδια ουσία να την αποσπάσει από άλλα κύτταρα, όπως λ.χ. από σπερματοζωάρια σολωμού.

Αν και το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας του Miescher είχε ολοκληρωθεί το 1859 η εργασία του για τη νουκλεΐνη δεν είχε δημοσιευθεί ως το 1871. Η αιτία ήταν ότι ο Hoppe-Seyler αμφέβαλε για το ιδιαίτερο αυτό μόριο, και ήθελε να επιβεβαιώσει τα αποτελέσματα του Miescher πριν τη δημοσίευσή τους.

Ο Miescher συνέχισε να εργάζεται πάνω στην νουκλεΐνη για το υπόλοιπο της καριέρας του, ενώ μελέτησε επίσης τις αλλαγές στο μεταβολισμό του σολωμού κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγή. Το 1872, διορίστηκε ως Καθηγητής της Φυσιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, μια θέση που στο παρελθόν είχε κρατήσει ο πατέρας του και ο θείος του. Ο διορισμός σήμαινε μεγαλύτερες προσόδους και περισσότερο εξοπλισμό για έρευνα, σήμαινε όμως και την υποχρέωση του Miescher να διδάσκει. Έτσι αν και ο Miescher κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες και πολύ χρόνο δεν κατάφερε ποτέ να γίνει ένας καλός δάσκαλος. Η έμφυτη συστολή του και  η απορρόφησή του από την έρευνα δυσχέραιναν την επικοινωνία του με τους φοιτητές του...

Η ανακάλυψη του Miescher έγινε κοντά 85 χρόνια πριν την αποσαφήνιση της ουσίας που είναι γενετικό υλικό. Έτσι ήταν πολύ πρόωρο για να αναγνωρίσει το βιολογικό ρόλος της ουσίας που απεμόνωσε, καθώς και ο ίδιος πίστευε ότι γενετικό υλικό είναι οι πρωτεΐνες. Εν τούτοις με την εργασία του έθεσε το υπόβαθρο για τις μοριακές ανακαλύψεις που επακολούθησαν. Ο Miescher απεβίωσε το 1895 από φυματίωση.

Phoebus Levene

Δικαιωματικά επόμενος στη λίστα πρέπει να είναι ο Ρωσο-Αμερικανός βιοχημικός  
Phoebus Levene που μελέτησε τη δομή των νουκλεϊκών οξέων, επινόησε τον όρο νουκλεοτίδιο και αποσαφήνισε τις χημικές ομάδες που το αποτελούν.
Ο Levene ήταν γόνος εβραϊκής οικογένειας και γεννήθηκε στην πόλη Sagor της Λιθουανίας το 1869. Μεγάλωσε στην Πετρούπολη και σπούδασε στην Αυτοκρατορική Στρατιωτική Ιατρική Ακαδημία, όπου ως φοιτητής εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για τη Βιοχημεία. Το 1891 εξαιτίας του αναπτυσσόμενου αντισημιτισμού στη Ρωσία μετανάστευσε με την οικογένειά του στις Η.Π.Α. και το 1892, αφού είχε ολοκληρώσει τις ιατρικές σπουδές του, άσκησε την Ιατρική στη Νέα Υόρκη. Ταυτόχρονα όμως με την άσκηση της Ιατρικής ενεγράφη ως ειδικός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Columbia και αφιερώθηκε στην έρευνα στο Τμήμα Φυσιολογίας. Προϊόντα αυτής της έρευνας ήταν οι επιστημονικές ανακοινώσεις που άρχισε να εκδίδει από το 1894, πάνω στη δομή των σακχάρων.

Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των ετών 1896 και 1905 συνεργάστηκε με τους Albrecht Kossel και Emil Fischer, δύο ειδικούς της εποχής, πάνω στη δομή των νουκλεϊκών οξέων και πρωτεϊνών. 
Το 1905  προσελήφθη ως επικεφαλής  στο  βιοχημικό εργαστήριο στο Rockefeller Institute of Medical Research, όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του, πραγματοποιώντας το μεγαλύτερο μέρος των ερευνών του στη δομή των νουκλεϊκών οξέων. Αποτέλεσμα αυτών των ερευνών ήταν η ανακάλυψη της ριβόζης το 1909 και της δεσοξυριβόζης το 1929, καθώς και αποσαφήνιση της δομής των νουκλεοτιδίων. Εκτός όμως από τον προσδιορισμό των χημικών ομάδων που αποτελούν τα νουκλεοτίδια ο Levene, έκανε ακόμη ένα βήμα πάρα πέρα: Προσδιόρισε ότι τα νουκλεικά οξέα που δημιουργούνται από τη σύνδεση των νουκλεοτιδίων, έχουν μια ραχοκοκκαλιά που αποτελείται από εναλλασσόμενες πεντόζες και φωσφορικές ομάδες!

Εν τούτοις οδηγήθηκε σε λανθασμένα συμπεράσματα σχετικά με τη δομή του DNA, καθώς ήταν ο πατέρας της περίφημης υπόθεσης για το τετρανουκλεοτίδιο, σύμφωνα με την οποία κάθε μόριο DNA αποτελείται από 4 μόνο νουκλεοτίδια. Άλλωστε εξαιτίας αυτής της λανθασμένης υπόθεσής του, θεωρούσε ότι το μόριο του DNA, είναι πολύ απλό για να αποτελεί το γενετικό υλικό. Παρά όμως τη λανθασμένη υπόθεσή του, η εργασία που άφησε για τη δομή και τον τρόπο σύνδεσης των νουκλεοτιδίων, απετέλεσε το υπόστρωμα πάνω στο οποίο πάτησαν όλες οι επόμενες έρευνες που οδήγησαν στην αποσαφήνιση της δομής του DNA.

Ο Levene απεβίωσε το 1940, 4 δηλαδή χρόνια πριν επιβεβαίωση της ουσίας που αποτελεί γενετικό υλικό και 13 χρόνια πριν την ανακάλυψη της δομής του DNA, για την οποία  συνέβαλε καθοριστικά, παρά τη λανθασμένη υπόθεση του τετρανουκλεοτιδίου. 


Τheodor Boveri

Στον επόμενο σταθμό βρίσκονται, ένας Γερμανός και ένας Αμερικανός επιστήμονας που μεταξύ των επιτευγμάτων τους περιλαμβάνεται η θεμελίωση της χρωμοσωμικής θεωρίας της κληρονομικότητας.

Ο Τheodor Boveri, ο Γερμανός επιστήμονας, γεννήθηκε στο Bamberg το 1862 και ως μαθητής είχε επιδείξει ιδιαίτερη κλίση προς τις τέχνες και γενικά τις ανθρωπιστικές σπουδές. Το 1881 όμως αποφάσισε να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, προκειμένου να σπουδάσει Ανατομία και Βιολογία. Το 1885 είχε ήδη ολοκληρώσει το διδακτορικό του πάνω στη μελέτη των νευρικών ινών, οπότε έλαβε μια υποτροφία προκειμένου να κάνει ανεξάρτητη έρευνα στο Τμήμα Ζωολογίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου.

Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το 1887 ως το 1890 ο Boveri εξέδωσε το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας του. Σε αυτήν συμπεριλαμβάνονταν οι πρώτες παρατηρήσεις για τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η μείωση, η αναγνώριση του ισότιμου ρόλου που ασκεί το ωάριο και το σπερματοζωάριο για τη δημιουργία ενός βιώσιμου ζυγωτού, η επινόηση του όρου κεντροσωματίου καθώς και η διαπίστωση της σημασίας του οργανιδίου κατά την κυτταρική διαίρεση. Επίσης διετύπωσε την ιδέα ότι τα χρωμοσώματα αποτελούν μονάδες που ο αριθμός τους είναι σταθερός και χαρακτηριστικός για κάθε είδος. 

Το 1903, δύο δηλαδή χρόνια μετά την επανανακάλυψη των Μενδελικών νόμων από τους Hugo de Vries, Carl Correns, και Erich von Tschermak,  τόσο ο Boveri όσο και ο Αμερικανός μεταπτυχιακός φοιτητής Walter Sutton διετύπωσαν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, την χρωμοσωμική θεωρία της κληρονομικότητας. Στη διατύπωση αυτή, οδηγήθηκαν παρατηρώντας μερικές χαρακτηριστικές ομοιότητες στην συμπεριφορά των κληρονομικών παραγόντων του Mendel και των χρωμοσωμάτων, κατά τη μείωση.

Και οι παράγοντες (σύμφωνα με την υπόθεση του Mendel) και τα χρωμοσώματα, (σύμφωνα με τις παρατηρήσεις τους κατά τη μειωτική διαίρεση), βρίσκονται σε ζευγάρια στα σωματικά κύτταρα, αλλά ένας μόνο από τους παράγοντες και ένα μόνο από τα χρωμοσώματα αντιπροσωπεύονται στους γαμέτες.
Τα μέλη δύο ζευγών παραγόντων συνδυάζονται ανεξάρτητα κατά την παραγωγή των γαμετών (σύμφωνα με την υπόθεση του Mendel, στο διυβριδισμό), αλλά και τα μέλη δύο ζευγών χρωμοσωμάτων συνδυάζονται ανεξάρτητα κατά την παραγωγή των γαμετών (όπως διεπίστωσαν από την παρατήρηση της μείωσης).
Έτσι οδηγήθηκαν στην υπόθεση, ότι αφού οι μενδελικοί παράγοντες συμπεριφέρονται όπως τα χρωμοσώματα, πρέπει να φέρονται από αυτά. Εν τούτοις η οριστική απόδειξη της ορθότητας της χρωμοσωμικής θεωρίας, δόθηκε από τον Τ. H. Morgan (βλ. στη συνέχεια).

Ο Τ. Boveri ως  καθηγητής της Ζωολογίας και της Συγκριτικής Ανατομίας στο Πανεπιστήμιο του Würzburg, δημοσίευσε εργασίες στις οποίες συνδυαζόταν η εξαιρετική ικανότητα παρατήρησης με τη διατύπωση ερμηνειών και εξηγήσεων που χαρακτηρίζονταν από μεγάλη διανοητική οξύτητα. Το 1914, ένα δηλαδή χρόνο πριν το θάνατό του προέβη στην προκλητική για την εποχή, και διορατική όπως αποδείχτηκε, υπόδειξη ότι τα μη φυσιολογικά χρωμοσώματα, μπορεί να σχετίζονται με την εμφάνιση καρκίνου.

Walter Sutton

O Walter Sutton γεννήθηκε στην πόλη Utica της πολιτείας της Νέας Υόρκης, το 1877. Στην ηλικία των 10 ετών μετεκόμισε με την οικογένειά του στο Κάνσας, όπου μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο ενεγράφη στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας για να ακολουθήσει σπουδές ως μηχανικός. Εξαιτίας όμως του θανάτου του μικρότερου αδελφού του από τύφο το 1897, ένα χρόνο μετά την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο, απεφάσισε να στρέψει τις σπουδές του προς τις Βιολογικές επιστήμες και την την Ιατρική.

Μετά την αποφοίτηση του από το Πανεπιστήμιο του Κάνσας και τη λήψη του μεταπτυχιακού του το 1901, αποφάσισε να μετακινηθεί προς το Πανεπιστήμιο Columbia προκειμένου να εργαστεί υπό τον Ε.Β. Wilson στο Τμήμα Ζωολογίας. Την άνοιξη του 1902 ως μεταπτυχιακός φοιτητής ακόμη το Πανεπιστημίου και σε ηλικία μόλις 25 ετών παρατήρησε την ομοιότητα της συμπεριφοράς χρωμοσωμάτων και παραγόντων του Mendel, ώστε να οδηγηθεί και εκείνος, στη διατύπωση της χρωμοσωμικής θεωρίας, όπως ο Boveri.


Ατυχώς ο Sutton, παρά την εξαιρετική ικανότητά του ως ερευνητής, ικανότητα που είχε εντυπωσιάσει τον καθηγητή του Wilson, δεν κατάφερε ποτέ να ολοκληρώσει το διδακτορικό του στο Τμήμα Ζωολογίας. Αντιθέτως ενεγράφη στην Ιατρική Σχολή από την οποία απεφοίτησε και ολοκλήρωσε το διδακτορικό του το 1907.

Ο Sutton ως χειρουργός συνέβαλλε στην ανάπτυξη νέων χειρουργικών προσεγγίσεων στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η βελτίωση των τεχνικών της αναισθησιολογίας. Ο Sutton κατά τη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε ως στρατιωτικός χειρούργος στη Γαλλία. Πέθανε σε ηλικίας μόλις 39 ετών, από μια επιπλοκή σκωληκοειδίτιδας.

O Sutton και ο Βoveri με τη διατύπωση της χρωμοσωμικής θεωρίας δεν παρείχαν μόνο μια πρόσθετη επιβεβαίωση της ορθότητας της μενδελικής συλλογιστικής, αλλά συνέδεσαν στη Βιολογία δυο τομείς που μέχρι τότε αναπτύσσονταν ο ένας, ερήμην του άλλου. Ήταν ο κλάδος της Γενετικής και ο κλάδος της Κυτταρολογίας, που μετά τη διατύπωση της κυτταρικής θεωρίας, έγινε κατανοητό ότι αποτελούν γειτονικούς "υποηπείρους" της ευρύτερης ηπείρου της Κυτταρογενετικής, ώστε να προκύψουν, εξαιτίας αυτού ακριβώς του συσχετισμού, τα λαμπρά μεταγενέστερα επιτεύγματα.

Τ. Η. Morgan

Ο Τhomas Hunt Morgan γεννήθηκε το 1866 στο Lexington των Η.Π.Α. Από παιδί ανέπτυξε ένα έντονο ενδιαφέρον για το φυσικό κόσμο, καθώς είχε πάθος για τη συλλογή πτηνών, αυγών πτηνών και απολιθωμάτων. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κentucki από το οποίο απεφοίτησε το 1886, για να ακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, όπου σπούδασε μορφολογία και φυσιολογία. Ολοκλήρωσε το διδακτορικό του το 1890 και το 1891 προσελήφθη ως Αναπληρωτής Καθηγητής Βιολογίας στο Bryn Mawr College. Το 1904 κατέλαβε τη θέση του καθηγητή Πειραματικής Ζωολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia και παρέμεινε σε αυτό ως το 1928, οπότε διορίστηκε καθηγητής Βιολογίας και Διευθυντής των Εργαστηρίων Kerckhoff στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της California (Caltech). Εκεί παρέμεινε ως το θάνατό του το 1945.

Η ιστορία του Μorgan είναι η ιστορία ενός επιστήμονα που αμφέβαλε τόσο για την ορθότητα της θεωρίας του Mendel (εύρισκε ότι η μενδελική συλλογιστική παρά ήταν απλή για να εξηγεί με τις αναλογίες της, αυτό που πραγματικά συνέβαινε σε ένα σύνθετο φαινόμενο, όπως η κληρονομικότητα), όσο και για την ορθότητα της χρωμοσωμικής θεωρίας. Επειδή ωστόσο, εκτός από την ερευνητική ικανότητά του, τον χαρακτήριζε και η επιστημονική εντιμότητα, ήταν ο ερευνητής που δεν δίστασε να εγκαταλείψει τις ιδέες του, όταν τα αποτελέσματα των πειραμάτων του, έδωσαν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις ότι οι μυστηριώδεις παράγοντες του Mendel ήταν υπαρκτά υλικά σωμάτια και ακόμη ότι εδράζονται στα χρωμοσώματα.

Τα πειράματα αυτά που έγιναν κυρίως στο χρονικό διάστημα των 24 χρόνων της παρουσίας του στο Πανεπιστήμιο Columbia, καθιέρωσαν την Dr. melanogaster προνομιακό πειραματικό υλικό της Γενετικής, απέδειξαν ότι οι παράγοντες του Mendel δεν μπορούσαν να εξηγηθούν παρά μόνο με την παραδοχή ότι οι παράγοντες (γονίδια) που επηρεάζουν το χρώμα των ματιών του εντόμου εδράζονται στα χρωμοσώματα, διερεύνησαν το φαινόμενο της φυλοσύνδετης κληρονομικότητας και επίσης έθεσαν τις βάσεις για τη μελέτη των μεταλλάξεων.

Ως δάσκαλος ο Morgan ήταν ενθουσιώδης, ενώ το κλίμα που δημιουργούσε στο εργαστήριό του, συμπαρέσυρε τους φοιτητές που ασκούνταν σ'αυτό στη δημιουργία. Άλλωστε πολλές από τις ανακαλύψεις που έγιναν στον τομέα των μεταλλάξεων και του φυλοκαθορισμού προέκυψαν από εργασίες των φοιτητών του (Alfred SturtevantHermann Muller, Calvin Bridges) που εργάζονταν στο περίφημο “Δωμάτιο με τις Μύγες”, το εργαστήριο του Morgan στο Πανεπιστήμιο Columbia.
O Morgan για τις ανακαλύψεις του σχετικά με τον ρόλο των χρωμοσωμάτων στην κληρονομικότητα, τιμήθηκε το 1933 με το βραβείο Νόμπελ. 

Για μια  εξαιρετική διαδραστική παρουσίαση του Fly Room στο Columbia, μπορείτε να πατήσετε εδώ!

Erwin Chargaff 

O Erwin Chargaff  ο Αμερικανός βιοχημικός, ήταν ο επιστήμονας που με την εργασία του παρείχε το κρίσιμο, για τη διατύπωση του μοντέλου της δίκλωνης έλικας, δεδομένο της αναλογίας των αζωτούχων βάσεων στο DNA.

Γεννήθηκε το 1905 στην πόλη Chernivtsi της σημερινής Ουκρανίας (τότε μέρος της Αυστρο-Ουγγρικής αυτοκρατορίας). Με την έναρξη του 1ου  Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένειά του μετακόμισε στη Βιέννη, όπου ο Chargaff ενεγράφη στο Maximilians gymnasium. Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών του εισήχθη στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο της Βιέννης, από το οποίο απεφοίτησε και έλαβε το διδακτορικό του στη Χημεία το 1928.
Στη συνέχεια αφού ολοκλήρωσε ένα έτος σπουδών στο  Πανεπιστήμιο του Yale, επέστρεψε στην Ευρώπη και προσελήφθη ως βοηθός στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου το 1930.  Λόγω όμως των ρατσιστικών πολιτικών του Χίτλερ, που ετέθησαν σε εφαρμογή αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας από το ναζιστικό κόμμα το 1933, και απέκλειαν την κατάληψη ακαδημαϊκών θέσεων από Εβραίους, ο Chargaff εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Γερμανία και να μεταβεί στη Γαλλία.

Μετά από ένα σύντομο πέρασμά του από το Ινστιτούτο Παστέρ, ο Chargaff επέστρεψε στις Η.Π.Α. όπου TO 1935 προσελήφθη στο Πανεπιστήμιο Columbia, στο οποίο παρέμεινε για όλη τη διάρκεια της κατοπινής καριέρας του. Ο Chargaff απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα το 1940.
O Chargaff Το 1944 ξεκίνησε τις έρευνές του στη σύσταση του DNA το 1944. Αποτέλεσμα των ερευνών του ήταν η διατύπωση το 1950 των περίφημων κανόνων του, που συνέβαλαν στην αποσαφήνιση της δομής του DNA, από τους Watson και Crick.

Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς:

  • Ο λόγος (A+G)/(T+C) είναι περίπου ίσος με 1, για οποιοδήποτε μόριο DNA ευκαρυωτικού οργανισμού.
  • Ο λόγος (A+T)/(G+C) ποικίλει μεταξύ των διαφορετικών ειδών οργανισμών, και είναι χαρακτηριστικός γι΄αυτά.

Για την Rosalind Franklin, την αφανή ερευνήτρια, όπως και για τη μεγάλη συμβολή της στην ανακάλυψη της δίκλωνης έλικας μπορείτε να ανατρέξετε σε παλαιότερο αφιέρωμα μας, εδώ.