T ο άρθρο που ακολουθεί είναι μετάφραση από την ΜΙΤ Technology Review, και αρχίζει με ένα προλογικό σημείωμα του Αμερικανού χημικού Arthur S. Obermayer.
Το 1959, εργάστηκα ως επιστήμονας στο Allied Research Associates στη Βοστώνη. Η εταιρεία ήταν spinoff του MIT που αρχικά επικεντρώθηκε στις επιπτώσεις των πυρηνικών όπλων στη δομή των αεροσκαφών. Η εταιρεία απέκτησε υπόσταση με το ακρωνύμιο GLIPAR (Guide Line Identification Program for Antimissile Research) από τον Οργανισμό Προηγμένων Ερευνητικών Έργων για να αποσπάσει τις πιο δημιουργικές προσεγγίσεις για ένα αμυντικό σύστημα βαλλιστικών πυραύλων. Η κυβέρνηση αναγνώριζε ότι ανεξάρτητα από τα χρήματα που είχαν δαπανηθεί για τη βελτίωση και την επέκταση της τρέχουσας τεχνολογίας, παρέμενε ανεπαρκής. Ήθελαν εμείς και μερικοί άλλοι που θα προσλαμβάνονταν να σκεφτόμαστε «έξω από το κουτί».
Όταν συμμετείχα για πρώτη φορά στο έργο, πρότεινα ότι ο Isaac Asimov, ο οποίος ήταν καλός μου φίλος, θα ήταν το κατάλληλο άτομο για να συμμετάσχει. Εξέφρασε την προθυμία του και ήρθε σε μερικές συναντήσεις. Τελικά αποφάσισε να μην συνεχίσει, γιατί δεν ήθελε να έχει πρόσβαση σε απόρρητες πληροφορίες. Έβρισκε πως θα περιόριζε την ελευθερία της έκφρασής του. Πριν φύγει, ωστόσο, έγραψε αυτό το δοκίμιο για τη δημιουργικότητα ως μοναδική επίσημη συμβολή του. Αυτό το δοκίμιο δεν δημοσιεύτηκε ποτέ ούτε χρησιμοποιήθηκε πέρα από τη μικρή μας ομάδα. Όταν πρόσφατα το ανακάλυψα εκ νέου κατά την εκκαθάριση ορισμένων παλαιών αρχείων, αναγνώρισα ότι το περιεχόμενό του είναι εξίσου σημαντικό σήμερα όπως όταν το έγραψε. Περιγράφει όχι μόνο τη δημιουργική διαδικασία και τη φύση των δημιουργικών ανθρώπων αλλά και το είδος του περιβάλλοντος που προάγει τη δημιουργικότητα.
Περί δημιουργικότητας
Πώς έρχονται στους ανθρώπους οι νέες ιδέες;
Προφανώς, η διαδικασία της δημιουργικότητας - όποια και αν είναι - είναι ουσιαστικά η ίδια σε όλους τους κλάδους και τις ποικιλίες της, έτσι ώστε η ανάππτυξη μιας νέας μορφής τέχνης, ενός νέου gadget, μιας νέας επιστημονικής αρχής, όλα να εμπεριέχουν κάποιους κοινούς παράγοντες. Μας ενδιαφέρει περισσότερο η «δημιουργία» μιας νέας επιστημονικής αρχής ή μιας νέας εφαρμογής μιας παλαιάς επιστημονικής αρχής, αλλά μπορούμε, εν προκειμένω, να μιλούμε γενικότερα.
Ένας τρόπος διερεύνησης του προβλήματος είναι να εξετάσουμε τις σπουδαίες ιδέες του παρελθόντος και να δούμε πώς ακριβώς δημιουργήθηκαν. Δυστυχώς, η μέθοδος παραγωγής δεν είναι ποτέ ξεκάθαρη ακόμη και στους ίδιους τους «γεννήτορες» των καινοφανών ιδεών.
Τι θα γινόταν όμως αν η ίδια συγκλονιστική ιδέα εμφανιζόταν σε δύο ανθρώπους, ταυτόχρονα και ανεξάρτητα στον ένα από τον άλλο; Ίσως, η αποκάλυψη των κοινών παραγόντων που εμπλέκονταν, να ήταν διαφωτιστική. Εξετάστε, για παράδειγμα τη θεωρία της Εξέλιξης που οικοδόμησαν οι Charles Darwin και Alfred Wallace, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον.
Υπάρχουν πολλά κοινά στην περίπτωσή τους. Και οι δύο ταξίδεψαν σε μακρινά μέρη, για να μελετήσουν περίεργα είδη φυτών και ζώων, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο διέφεραν, από τόπο σε τόπο. Και οι δύο ενδιαφέρθηκαν έντονα να βρουν μια εξήγηση για αυτό, και οι δύο απέτυχαν μέχρι που έτυχε ο καθένας να διαβάσει το «Δοκίμιο για τον πληθυσμό» του Malthus.
Και οι δύο είδαν στη συνέχεια πως η έννοια του υπερπληθυσμού και του «ξεχορταριάσματος» - το οποίο ο Malthus θεωρούσε πως είχε εφαρμογή στους ανθρώπους - θα ταίριαζε η θεωρία της Εξέλιξης διά της Φυσικής Επιλογής (αν εφαρμόζεται στα είδη γενικά).
Προφανώς, λοιπόν, αυτό που χρειάζεται δεν είναι μόνο άτομα με καλό υπόβαθρο σε έναν συγκεκριμένο τομέα, αλλά και άτομα ικανά να κάνουν μια σύνδεση μεταξύ δυο στοιχείων του στοιχείου 1 και του στοιχείου 2, τα οποία φαινομενικά είναι άσχετα μεταξύ τους.
Αναμφίβολα στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, υπήρχαν πολλοί φυσιοδίφες που είχαν μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο τα είδη διαφοροποιούνται. Υπήρχαν επίσης και πολλοί άνθρωποι που είχαν διαβάσει το δοκίμιο του Malthus. Ίσως, μάλιστα να υπήρχαν και κάποιοι που να είχαν κάνει και τα δυο. Να είχαν δηλαδή μελετήσει τα είδη, και να είχαν διαβάσει, παράλληλα Malthus. Αλλά αυτό που έλειπε ήταν κάποιος που εκτός από το ότι είχε μελετήσει τα είδη και είχε διαβάσει Malthus, ήταν ικανός να συνδυάσει τους δυο τομείς γνώσης.
Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο που αποτελεί το σπάνιο χαρακτηριστικό το οποίο πρέπει να αναδυθεί. Άπαξ και γίνει ο συνδυασμός, τότε όλα γίνονται προφανή. Ο Thomas H. Huxley, λέγεται ότι μετά την ανάγνωση της «Καταγωγής των Ειδών», ανεφώνησε: «Τι ανόητο από μέρους μου, που δεν το είχα σκεφτεί».
Αλλά γιατί, όμως, δεν το σκέφτηκε; Η ιστορία της ανθρώπινης σκέψης δείχνει ότι υπάρχει δυσκολία στο να σκεφτεί κανείς μια ιδέα, ακόμη και όταν όλα τα δεδομένα βρίσκονται στο τραπέζι. Η πραγματοποίηση του συνδυασμού απαιτεί κάποια τόλμη. Και πρέπει να είναι έτσι, διότι οι συνδυασμοί που δεν απαιτούν τόλμη πραγματοποιούνται αμέσως και από πολλούς, αλλά αυτό που αναπτύσσεται δεν είναι μια «νέα ιδέα», αλλά απλώς η «συνέπεια μιας παλαιάς ιδέας».
Επίσης, μόνον εκ των υστέρων αποδεικνύεται ότι μια καινοφανής ιδέα είναι λογική. Αρχικά, συνήθως, μοιάζει παράλογη. Μοιάζει, πράγματι, το αποκορύφωμα του παραλογισμού να θεωρούμε ότι η γη είναι σφαιρική, αντί για επίπεδη, ή ότι κινείται γύρω από τον ήλιο, αντί για το αντίστροφο, ή ότι τα αντικείμενα χρειάζονται μια δύναμη για να σταματήσουν όταν κινούνται, αντί για μια δύναμη που τα κρατάει σε κίνηση κ.ο.κ.
Ένα άτομο που αντιτίθεται σε ό,τι είναι παραδεδεγμένο, και που είναι διατεθειμένο να τα βάλει με την αυθεντία και την κοινή λογική πρέπει να είναι άτομο με μεγάλη αυτοπεποίθηση. Και δεδομένου ότι ένα τέτοιο άτομο, εμφανίζεται σπάνια, πρέπει να φαίνεται εκκεντρικό (τουλάχιστον από αυτή την άποψη) στους υπόλοιπους από εμάς. Ένα άτομο εκκεντρικό από μια άποψη είναι συχνά εκκεντρικό και από άλλες.
Κατά συνέπεια, το άτομο που είναι πιο πιθανό να επινοήσει καινοφανείς ιδέες είναι ένα άτομο με καλό υπόβαθρο στον τομέα του ενδιαφέροντος του και ταυτόχρονα, ένα άτομο που είναι αντισυμβατικό στις συνήθειές του. (Ωστόσο, το να είναι κάποιος τρελός δεν αρκεί, από μόνο του).
Αφού λοιπόν έχετε τα άτομα που θέλετε, το επόμενο ερώτημα είναι: Να τους συγκεντρώσετε, ώστε να συζητήσουν το πρόβλημα από κοινού, ή θα ήταν προτιμότερο, να ενημερώσετε τον καθένα για το πρόβλημα και, ύστερα, να τους αφήσετε να εργαστούν μεμονωμένα;
Η αίσθησή μου είναι ότι, όσον αφορά τη δημιουργικότητα, απαιτείται απομόνωση. Τον δημιουργικό άνθρωπο, σε κάθε περίπτωση, τον απασχολεί συνεχώς. Το μυαλό του ανακατεύει τις πληροφορίες που έχει, ακόμη κι όταν δεν το συνειδητοποιεί. (Το διάσημο παράδειγμα του Kekulé που επεξεργάστηκε τη δομή του βενζολίου στον ύπνο του είναι γνωστό).
Η παρουσία άλλων μπορεί μόνο να εμποδίσει αυτή τη διαδικασία, αφού η δημιουργία είναι μια διαδικασία πολύπλοκη. Για κάθε νέα καλή ιδέα που έχετε, υπάρχουν εκατό ή δέκα χιλιάδες άλλες, ανόητες, τις οποίες φυσικά δεν φροντίζετε να παρουσιάσετε.
Παρ' όλα αυτά, μια συνάθροιση τέτοιων ανθρώπων μπορεί να είναι επιθυμητή για λόγους που δεν έχουν σχέση με την ίδια την ενέργεια της δημιουργίας.
Κανένας άνθρωπος δεν αντιγράφει ακριβώς το διανοητικό απόθεμα κάποιου άλλου. Ένα άτομο μπορεί να γνωρίζει το Α και όχι το Β, ένα άλλο μπορεί να γνωρίζει το Β και όχι το Α, αλλά και οι δυο μαζί γνωρίζοντας και το Α και το Β, μπορούν να σχηματίσουν μια νέα ιδέα, αν και όχι πάντα αμέσως, ή σύντομα.
Επιπλέον, οι πληροφορίες μπορεί να μην αφορούν μόνο τα μεμονωμένα στοιχεία Α και Β, αλλά ακόμη και συνδυασμούς όπως ο Α-Β, οι οποίος από μόνος τους δεν είναι σημαντικός. Ωστόσο, αν ένα άτομο αναφέρει τον ασυνήθιστο συνδυασμό Α-Β και ένα άλλο τον ασυνήθιστο συνδυασμό Α-Γ, μπορεί κάλλιστα να προκύψει μια λύση του προβλήματος χάρη στον συνδυασμό Α-Β-Γ, τον οποίο κανένας από τους δύο δεν έχει σκεφτεί ξεχωριστά.
Μου φαίνεται, λοιπόν, ότι ο σκοπός των συνεδριών στις οποίες μετέχουν τα μυαλά αυτά, δεν είναι να σκεφτούν νέες ιδέες, αλλά τους ωθήσουν να ανταλλάξουν δεδομένα, συνδυασμούς δεδομένων, θεωρίες και απροσδόκητες σκέψεις.
Πώς όμως θα πείσετε τους δημιουργικούς ανθρώπους να το κάνουν; Πρώτα απ' όλα, πρέπει να υπάρχει ένα κλίμα άνεσης, χαλάρωσης και ανεκτικότητας. Ο κόσμος γενικά αποδοκιμάζει τη δημιουργικότητα, και το να είναι κανείς δημιουργικός δημοσίως είναι ιδιαίτερα προβληματικό. Ακόμη και το να διατυπώνει κανείς εικασίες, δημοσίως, είναι κάτι που μάλλον του προκαλεί ανησυχία. Τα άτομα πρέπει, επομένως, να έχουν την αίσθηση ότι οι συνομιλητές του θα είναι ανεκτικοί.
Ακόμα και αν στη συνεδρία υπήρχε ένα μόνον άτομο που ενίσταται σε ό,τι θεωρεί ανόητο - και είναι βέβαιο ότι σε μια τέτοια συνεδρία θα ακουστούν και ανοησίες - οι υπόλοιποι θα πάγωναν στο ενδεχόμενο να επικριθούν. Όμως το άτομο που διατυπώνει μια ιδέα που φαίνεται ανόητη, μπορεί να είναι ένα χρυσωρυχείο πληροφοριών, ώστε να αντισταθμίσει, με το παραπάνω, τη ζημιά που θα κάνει. Μου φαίνεται, λοιπόν, απαραίτητο ότι όλοι όσοι μετέχουν σε μια τέτοια συνεδρία, πρέπει να είναι διατεθειμένοι να ακουστούν ανόητοι και πρόθυμοι να ακούσουν άλλους που επίσης θα φανούν ανόητοι, όταν διατυπώνουν τις σκέψεις τους.
Αν στη συνεδρία υπάρχει ένα μέλος που έχει μεγαλύτερη φήμη από τα άλλα, είναι περισσότερο εύγλωττο, ή έχει μια σαφώς, επιβλητικότερη προσωπικότητα, μπορεί κάλλιστα να δεσπόσει σε αυτήν, ώστε να υποχρεώσει τα υπόλοιπα σε κάτι περισσότερο, από παθητική υπακοή. Ένα τέτοιο μέλος, αν και εξαιρετικά χρήσιμο, θα μπορούσε μια χαρά να δουλέψει μόνο του, ώστε να μην επισκιάζει και αδρανοποιεί τα υπόλοιπα.
Ο βέλτιστος αριθμός της ομάδας πιθανόν να μην είναι πολύ μεγάλος. Θα υπέθετα ότι δεν θα ήταν επιθυμητό να ξεπερνούν τα πέντε. Μια μεγαλύτερη ομάδα θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερη συνολική παροχή πληροφοριών, αλλά θα υπήρχε η ένταση της αναμονής να πάρει κανείς τον λόγο, κάτι που μπορεί να είναι πολύ αποθαρρυντικό. Ίσως να ήταν καλύτερο να έχουμε έναν αριθμό συνεδριών, στις οποίες οι συμμετέχοντες θα ποικίλλουν, παρά μια συνεδρία στην οποία θα μετέχουν όλοι. (Αυτό, φυσικά, θα οδηγούσε σε κάποιες επαναλήψεις στις ιδέες που διατυπώνονταν, αλλά και η επανάληψη δεν είναι από μόνη της ανεπιθύμητη. Το σημαντικό δεν είναι το τι λένε οι άνθρωποι σε αυτές τις συνεδρίες, αλλά τι εμπνέουν ο ένας στον άλλον, αφού περατωθούν).
Για ακόμη καλύτερα αποτελέσματα, προτιμητέο θα ήταν να υπάρχει στις συνεδρίες αυτές, η αίσθηση μιας ανεπίσημης ατμόσφαιρας. Η ευθυμία, η χρήση των μικρών ονομάτων, τα αστεία, τα πειράγματα είναι, νομίζω, πράγματα σημαντικά - όχι από μόνα τους, αλλά επειδή ενθαρρύνουν την προθυμία για συμμετοχή στην τρέλα της δημιουργικότητας. Για το σκοπό αυτό νομίζω ότι μια συνάντηση στο σπίτι κάποιου ή σε κάποιο εστιατόριο, είναι πιο χρήσιμη από μια συνάντηση σε μια αίθουσα συνεδριάσεων.
Πιθανώς ο παράγοντας που είναι πιο ανασταλτικός, από οποιονδήποτε άλλον, είναι το βάρος του αισθήματος ευθύνης. Οι σπουδαίες ιδέες που διατυπώθηκαν ανά τους αιώνες προήλθαν από ανθρώπους που δεν πληρώνονταν για να έχουν σπουδαίες ιδέες, αλλά απλώς για να είναι δάσκαλοι, υπάλληλοι ευρεσιτεχνιών, ή μικροαξιωματούχοι - που ενίοτε, δεν πληρώνονταν καθόλου. Θέλω να πω ότι οι μεγάλες ιδέες προέκυψαν ως παράπλευρες συνέπειες.
Το να αισθάνεται κανείς ενοχές επειδή δεν ανταποκρίθηκε στον μισθό του, καθώς δεν είχε τη σπουδαία ιδέα, που οι άλλοι περίμεναν από αυτόν, μου φαίνεται ότι είναι ο πιο σίγουρος τρόπος, ώστε και την επόμενη φορά να έρθει στη συνεδρία, χωρίς να έχει να πει κάποια σπουδαία ιδέα.
Ωστόσο, η εταιρεία σας διεξάγει αυτό το πρόγραμμα χρησιμοποιώντας κρατικά χρήματα. Στη σκέψη λοιπόν ότι οι βουλευτές ή το ευρύ κοινό, θα μάθουν ότι με έξοδα του δημοσίου οι επιστήμονες χαζολογούν ή ανταλλάσσουν τολμηρά αστεία, θα τον έλουζε κρύος ιδρώτας. Όμως στην πραγματικότητα, ο μέσος επιστήμονας έχει αρκετή δημόσια συνείδηση ώστε να μη θέλει να αισθάνεται ότι διαπράττει κάτι τέτοιο, ακόμη και αν δεν το μάθει κανείς.
Θα πρότεινα να ανατίθενται στα μέλη αυτών των συνεδριών χαλαρές εργασίες - σύνταξη σύντομων εκθέσεων, περιλήψεις συμπερασμάτων, μικρές απαντήσεις στα υπό συζήτηση θέματα - και να αμείβονται γι' αυτές, αντί να αμείβονται για τη συμμετοχή τους στη συνεδρία. Τότε, οι συνεδριάσεις θα ήταν επισήμως άμισθες, ώστε να είναι χαλαρές.
Δεν νομίζω πως στις συνεδρίες αυτές δεν πρέπει να υπάρχει καθοδήγηση. Πρέπει να υπάρχει κάποιος υπεύθυνος που να παίζει έναν ρόλο αντίστοιχο με αυτόν του ψυχαναλυτή. Καθώς πιστεύω ότι ένας ψυχαναλυτής που κάνει τις σωστές ερωτήσεις - και παρεμβαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο στη συζήτηση - ωθεί τον "ασθενή" του να συζητεί για τη ζωή του, με τέτοιο τρόπο, ώστε να του αποσπά έναν νέο τρόπο να την κατανοεί.