Θα θυμόσαστε ότι συχνά οι καθηγητές γεωμετρίας των μαθητικών χρόνων μας, προέκριναν μια λύση σε ένα δύσκολο πρόβλημα, θεωρώντας την περισσότερο  “κομψή” απ’ ότι άλλες. Θα θυμάστε επίσης ότι ακόμη κι αν δεν μας εξηγούσαν, σε τι συνίσταται μια κομψή λύση, αντιλαμβανόμαστε πως, πάνω-κάτω, είναι αυτή που χρησιμοποιεί λιγότερες βοηθητικές ευθείες και λιγότερους συλλογισμούς ή πράξεις, για να αχθεί στο τελικό αποτέλεσμα με τρόπο απλό, σαφή και αδιαμφισβήτητο.

Στα προβλήματα της βιολογίας, προφανώς δεν υπάρχουν λύσεις, με τη μαθηματική έννοια του όρου. Όμως υπάρχουν πειράματα των οποίων τα αποτελέσματα ελέγχουν υποθέσεις και αποκαλύπτουν πτυχές των βιολογικών φαινομένων. 

Μπορούμε λοιπόν, κατ’ αναλογία με τα μαθηματικά, να πούμε ότι ένα πείραμα στη βιολογία είναι περισσότερο κομψό απ’ ότι ένα άλλο; 

Το ερώτημα δεν είναι εύκολο, διότι στη βιολογία-την μάλλον περισσότερο εμπειρική και λιγότερο θεωρητική από τις άλλες φυσικές επιστήμες-το διανοητικό παιχνίδι των θεωρητικών συλλογισμών δεν είναι ατελεύτητο, ώστε να είναι απεριόριστος ο αριθμός των επιλογών, των υποθέσεων κ.τ.λ. προκειμένου να προκριθεί η “κομψότερη”. Αντιθέτως υπόκειται σε περιορισμούς που θέτει η αδήριτη πραγματικότητα και πολυπλοκότητα των έμβιων όντων. 

Παρόλα αυτά, φαίνεται πως και στη βιολογία κάποια πειράματα θεωρούνται κομψά ή τέλος πάντων περισσότερο κομψά από ότι άλλα. 

Για παράδειγμα, υπάρχει υπάρχει ευρεία ομοφωνία μεταξύ των μοριακών βιολόγων ότι κομψό πείραμα ήταν το πείραμα των Meselson και Stahl, που έγινε το 1958 και απέδειξε, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι το DNA δεν αντιγράφεται συντηρητικά ή διασπαρτικά, αλλά με τον γνωστό ημισυντηρητικό τρόπο, που είχαν εισηγηθεί οι Watson  και Crick στο ιστορικό άρθρο τους στο Nature. 

Ομοίως κομψό θεωρήθηκε και το πείραμα που έκαναν το 1960 οι Sydney Brenner, o Francois Jacob, και πάλι, ο Meselson, με το οποίο απέδειξαν την ύπαρξη του  mRNA , όπως επίσης και η ευρηματική επινόηση του Kary Mullis το 1983, να αξιοποιήσει μια θερμοανθεκτική πολυμεράση, την Taq - τι μεγάλη κι αυτή προσφορά της βασικής έρευνας, η ανακάλυψη του θερμόφιλου βακτηρίου από το οποίο προέρχεται η Taq; - και συνθετικούς εκκινητές, για να αντιγράψει καθορισμένες αλληλουχίες του DNA.

Τι είναι λοιπόν αυτό που συνδέει όλα αυτά τα διαφορετικά πειράματα, ώστε να χαρακτηρίζονται κομψά; Οι απαντήσεις ποικίλουν, και πριν παρουσιάσουμε μερικές από αυτές, δίκαιο είναι να επισημάνουμε ότι για πολλούς το ερώτημα είναι άγονο. Είναι άγονο, διότι οι αντιρρησίες αυτοί θεωρούν, πως κανένα επιστημονικό πείραμα δεν είναι άκομψο, δεδομένου ότι η επιστημονική έρευνα έχει ως εγγενή στοιχεία της, την απλότητα και την επεξηγηματική ισχύ, ό,τι δηλαδή χαρακτηρίζουμε κομψότητα. 

Παρόλο λοιπόν που και τα τρία πειράματα που αναφέρθηκαν διακρίνονται για την απλότητα και την επεξηγηματική ισχύ τους, διαθέτουν και άλλα χαρακτηριστικά, που πολλοί τα θεωρούν συστατικά στοιχεία της κομψότητας ενός πειράματος. Μεταξύ αυτών είναι σαφήνεια, η επινοητικότητα και η φειδώ- το να χρησιμοποιείς δηλαδή κατά το δυνατόν λιγότερες διατάξεις, μέσα κ.τ.λ. για να αποδείξεις, διερευνήσεις, ελέγξεις μια ερευνητική υπόθεση.

Κλείνοντας το μικρό αυτό σημείωμα χρήσιμο είναι να πούμε, πως υπάρχει και μια άποψη, όχι απλώς διαφορετική από όσες έχουν κατατεθεί, για το τι συνιστά την κομψότητα ενός πειράματος, αλλά τελείως ασύμβατη προς αυτές,  με την έννοια ότι αποτρέπει την επιδίωξη κομψών ή απλών λύσεων, καθώς μπορούν να οδηγήσουν σε απατηλά συμπεράσματα.

Την άποψη αυτή δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε διότι δεν τη διετύπωσε όποιος-όποιος. Τη διετύπωσε ο Francis Crick του οποίου τη θεωρητική δεινότητα-ίσως διότι ήταν φυσικός-την αποδεικνύει η διορατικότατη σύλληψη του Κεντρικού Δόγματος της Βιολογίας, όταν τα πειραματικά δεδομένα που την στήριζαν, ήταν περίπου ανύπαρκτα.

Ο Crick λοιπόν, που την είχε πατήσει, θεωρώντας πως ανάμεσα στα αμινοξέα και στα κωδικόνια υπάρχει αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία - που ήταν προφανώς πολύ απλούστερη από την κατάσταση του εκφυλισμένου γενετικού κώδικα, είχε λόγους να είναι προσεκτικός. Υπεστήριζε λοιπόν πως το “ξυράφι του Όκαμ” (σ.σ. δηλαδή ότι η καλύτερη λύση, είναι η απλούστερη δυνατή),  ή με άλλα λόγια ότι η απλότητα και η κομψότητα, δεν είναι πάντοτε ο ορθότερος δρόμος για τη βιολογική έρευνα. Και για να γίνει ακόμη περισσότερο κατανοητός, αναφορικά με τη φύση των προβλημάτων που μελετά η βιολογία, προσέθετε ότι: “Ο Θεός δεν είναι μηχανικός, αλλά ατζαμής”, εννοώντας ότι η Εξέλιξη προχωρά, χωρίς σχέδιο και ότι τα προβλήματα που αναφύονται καθοδόν, τα λύνει με εντελώς αναπάντεχους τρόπους.