Ο ι δύο μεγάλες κατηγορίες φυτικών ιστών είναι οι μεριστωματικοί και οι μόνιμοι. Στους τελευταίους δε ανήκουν απλοί ιστοί όπως το παρέγχυμα, το σκληρέγχυμα, το κολλέγχυμα και σύνθετοι ιστοί, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται το ξύλωμα, το φλοίωμα κ.ά.

Το ξέραμε θα πείτε, ή: τόχαμε ξεχάσει αλλά το θυμηθήκαμε, ή ακόμη χειρότερα, δεν το ξέραμε και δεν μας ενδιαφέρει να το μάθουμε. 

Για όσους εκφράζονται από την τελευταία απάντηση, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε απολύτως και η δημοσίευση τελειώνει κάπου εδώ. 
Για τους άλλους όμως, που μπορεί να βρίσκουν γοητευτική την ιστορία των λέξεων της βιολογίας, από το “έτυμον” την αρχική δηλαδή σημασία τους, ως αυτήν που απέκτησαν στην επιστημονική ορολογία, οι γραμμές που θα ακολουθήσουν μπορεί να είναι ενδιαφέρουσες.

Ο όρος λοιπόν μεριστωματικός προέρχεται από το επίθετο "μεριστός" (αυτός που μπορεί δηλαδή να διαιρεθεί) -που με τη σειρά του προέρχεται από το ρήμα μερίζω- και θα συμφωνήσετε πως αποδίδει μια χαρά την ικανότητα των κυττάρων του ιστού για συνεχή διαίρεση.


Ο όρος παρέγχυμα, που σημαίνει το πλησίον (παρά-) εγκεχυμένον (χυμένο μέσα σε κάτι), χρησιμοποιήθηκε, πρώτη φορά από τον Ερασίστρατο, τον φημισμένο Έλληνα ανατόμο και ιατρό ενός από τους επιγόνους του Αλεξάνδρου, για να χαρακτηρίσει την ιδιαίτερη ύλη από την οποία-όπως πίστευε- σχηματίζονται οι πνεύμονες, το ήπαρ, οι νεφροί και ο σπλην μετά την πήξη του αίματος των φλεβών, σε αντιδιαστολή με τη σάρκα, την οποία αποτελούσαν μόνον οι μύες.
Κατ’ αντιστοιχία ο όρος παρέγχυμα χρησιμοποιήθηκε στη βοτανική για να δηλώσει τους ιστούς που γεμίζουν στα φυτικά όργανα, τον χώρο που αφήνουν άλλοι εξειδικευμένοι ιστοί. 

Η λέξη σκληρέγχυμα δημιουργήθηκε από το επίθετο "σκληρός" που προέρχεται από το ρήμα "σκέλλω", το οποίο σημαίνει ξεραίνω, και το ουσιαστικό "έγχυμα" (παράγωγο όπως και στην περίπτωση του παρεγχύματος, του ρήματος εγχέω) για να δηλώσει τις σημαντικές μηχανικές ιδιότητες που προσδίδουν στον ιστό αυτόν, τα παχέα αποξυλωμένα τοιχώματα των κυττάρων του.

Αντιθέτως το κολλέγχυμα, που συγκαταλέγεται όπως το σκληρέγχυμα στους στηρικτικούς ιστούς, αλλά είναι μαλακότερο, και με μικρότερη μηχανική αντοχή από αυτό, προέρχεται φυσικά από το ρήμα εγχέω στο οποίο προστέθηκε το "κόλλα"- που προέρχεται από το ρήμα κολλάω- για να δηλωθεί η κολλώδης υφή των πηκτινικών ενώσεων του τοιχώματος των κυττάρων του.

Α’ αν αναρωτιέστε ποια είναι η ετυμολογία του δρυφακτοειδούς παρεγχύματος, που συναντάμε στο μεσόφυλλο, είναι απλή. Η λέξη δρύφακτο είναι η ξύλινη περίφραξη (δρυς+φρακτός) και όπως θα συμφωνήσετε αποδίδει με σαφήνεια την πασσαλωτή εμφάνιση του ιστού.

Αν φτάσατε ως τις γραμμές αυτές, οφείλουμε να σας πληροφορήσουμε ότι για τη σύνταξή τους αξιοποιήθηκε το Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης των Liddell & Scott, το Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη και η φοιτητική μας Βοτανική…