H  Έμιλυ Ντίκινσον (1830-1886) συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μεγαλύτερους Αμερικανούς ποιητές του 19ου αιώνα παρόλο που το έργο της, με εξαίρεση λιγοστά ποιήματα, γνωστοποιήθηκε μόνο, μετά τον θάνατό της.

Έζησε για το μέγιστο χρονικό διάστημα της σύντομης ζωής της κλεισμένη στο αυστηρό προτεσταντικό περιβάλλον του πατρικού σπιτιού της, έχοντας ελάχιστες κοινωνικές επαφές, κυρίως με φίλους με τους οποίους αλληλογραφούσε. Η ποίησή της σημαδεύτηκε από τη μοναξιά που βίωσε στα χρόνια της ζωής της και τα κυρίαρχα θέματά της ήταν ο έρωτας, ο θάνατος και η φύση.


Για το έργο αυτό ας περιοριστούμε να πούμε ότι επηρέασε την Αμερικανική λογοτεχνία, έχοντας θεωρηθεί ισάξιο του συγχρόνου της
 Ουόλτ Ουίτμαν, και ότι αξίζει να το αναζητήσετε στα βιβλιοπωλεία και στο διαδίκτυο όπου είναι διαθέσιμο.
 Θα παραθέσουμε όμως εικόνες από το ερμπάριο που διατηρούσε στα παιδικά χρόνια της, το οποίο περιλαμβάνει 424 άνθη που συνέλεξε από τα περίχωρα της γενέθλιας επαρχιακής πόλης του Άμερστ της Μασσαχουσέτης. Από τις 66 σελίδες του δερματόδετου τόμου αναδύεται η αγάπη της ποιήτριας για τα άνθη, που τα χαρακτήριζε ως τα "τα πανέμορφα παιδιά της Άνοιξης" αλλά και η συστηματικότητα με την οποία τα τοποθέτησε, παραθέτοντας στις ετικέτες τους τις κοινές και τις ταξινομικές ονομασίες τους.
 
Πριν όμως δείτε το επιμελημένο ερμπάριο διαβάστε ένα όμορφο ποίημά της που απηχεί την αγάπη που κατέθεσε στο έργο της για τα λουλούδια και τη Φύση. Το ποίημα προέρχεται από το βιβλίο: Έλα στον κήπο μου, των εκδόσεων Αρμός και τη μετάφραση έχει κάνει ο Κώστας Λανταβός.  
 
Όπως τα παιδιά λένε στους καλεσμένους "Καληνύχτα"-
Και πάν' απρόθυμα για ύπνο-
Τα όμορφα λουλούδια μου τα χείλη τους μαζεύουν
Κι ύστερα φορούν τα νυχτικά τους.
 
Όπως τα παιδιά χοροπηδούν όταν ξυπνήσουν
Χαρούμενα που ήρθε το Πρωί-
Κρυφοκοιτάζουν τ' άνθη μου από εκατοντάδες
Κούνιες, και ζωντανεύουν πάλι.