Xειμώνας του 73, τελευταία ώρα του μαθήματος του φροντιστηρίου και οι αποκαμωμένοι μαθητές περιμένουν τον φυσικό τους - έναν κάπως ηλικιωμένο αλλά ευχάριστο καθηγητή, που αρεσκόταν στις παραδοξολογίες και στα ευφυολογήματα - να συνεχίσει την παράδοση του κεφαλαίου της Οπτικής, από το σημείο που το είχαν αφήσει.

Ο φυσικός επιτέλους εμφανίζεται ασθμαίνοντας από το βάρος της ηλικίας και τον αριθμό των σκαλιών του τελευταίου ορόφου στον οποίο έπρεπε να ανέβει, αντί όμως για παράδοση καλεί, με ένα πονηρό και καλοκάγαθο γελάκι, τους μαθητές να του ορίσουν το φαινόμενο της Ανάκλασης.

Πολλά χέρια σηκώνονται με μιας και ο φυσικός επιλέγει τη μαθήτρια του πρώτου θρανίου να απαντήσει. Το κορίτσι με αυτοπεποίθηση λέει: Ανάκλαση είναι το φαινόμενο κατά το οποίο το φως προσπίπτον σε μια επιφάνεια ανακλάται με την ίδια γωνία με την οποία προσέπεσε.

Η απάντηση, είναι φανερό από την έκφραση του φυσικού, πως δεν τον ικανοποιεί. Έτσι δίνει τον λόγο στον επόμενο μαθητή που όρθιος, κουνάει επίμονα το δάκτυλό του, επειγόμενος να απαντήσει.
Ο μαθητής τροποποιεί κάπως τον ορισμό της συμμαθήτριάς του λέγοντας: Ανάκλαση είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια δέσμη λευκού φωτός προσπίπτουσα επί λείας και στιλπνής επιφανείας, ανακλάται υπό την ίδια γωνία με την οποία προσέπεσε
Και τελειώνοντας, ευχαριστημένος από την έμμεση επιδοκιμασία που δήλωναν τα κατεβασμένα χέρια των συμμαθητών του, χαμογελά θριαμβευτικά και κάθεται στο θρανίο του.
Η χαρά του όμως δεν κρατά για πολύ. Ο φυσικός υποδεικνύει κι άλλον, ύστερα κι άλλον μαθητή να απαντήσουν, και όταν πλέον έχουν απαντήσει οι περισσότεροι, χωρίς όμως κανένας να επιβραβευθεί για τον ορισμό που έδωσε, τα μάτια στρέφονται προς τον φυσικό, ζητώντας του εναγώνια εξηγήσεις.

Τότε ο καλός δάσκαλος τούς εξηγεί πως είναι λογικό σφάλμα να ορίζεις ένα ουσιαστικό (ανάκλαση) χρησιμοποιώντας το ρήμα που πηγάζει από αυτό (ανακλώμαι) και τους πληροφορεί πως το σφάλμα αυτό λέγεται ταυτολογία.

Γιατί λοιπόν όλη αυτή η ιστορία;

Διότι διάβασα σήμερα ένα εξαιρετικό άρθρο της Τασούλας Καραϊσκάκη στην Καθημερινή (Ίσως να αρχίσουμε από τη γλώσσα), στο οποίο παραθέτει δύο αποσπάσματα ενός δοκιμίου που είχε απευθύνει ο George Orwell στους πολιτικούς. Στο ένα από αυτά λοιπόν ο συγγραφέας έγραφε:

"Η γλώσσα γίνεται άσχημη και ανακριβής, διότι οι σκέψεις μας είναι ανόητες, αλλά η αφροντισιά της γλώσσας μας διευκολύνει τις ανόητες σκέψεις μας" . 

Αυτό το απόσπασμα με έκανε να θυμηθώ τον μακαρίτη αυτόν δάσκαλό μου, που λεγόταν Μηνάς Μακρόπουλος. Με τα βιβλία του και το μάθημά του, ο σοφός δάσκαλος δεν δίδασκε τους μαθητές του μόνο το μάθημα της Φυσικής. Τους δίδασκε επίσης τη χρήση της γλώσσας ώστε να είναι σαφής, ακριβής και περιεκτική. Τους δίδασκε δηλαδή - χωρίς προπαγάνδα και διδακτισμό - την πρώτη ίσως προϋπόθεση, για νάναι κανείς συνειδητός πολίτης.