Tο όνομα Roman Vishniac μπορεί να μην λέει πολλά στους μη ασχολούμενους επισταμένως με την Τέχνη της φωτογραφίας. Τις φωτογραφίες του όμως, δεν μπορεί κάπου, κάποτε οι περισσότεροι τις έχουμε δει. Το φωτογραφικό και κινηματογραφικό έργο του Vishniac, που θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους φωτογράφους καλύπτει την περίοδο από το 1920 ως και τη δεκαετία του 70. Στο έργο αυτό περιλαμβάνονται εικόνες από τον μικροσκοπικό έμβιο κόσμο και εικόνες που απαθανάτισαν την καθημερινή ζωή και τον πολιτισμό των Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης και της Γερμανίας πριν τον αφανισμό τους στο Ολοκαύτωμα.
Στις πρώτες χρησιμοποίησε πρωτοποριακές τεχνικές που επενόησε ο ίδιος και οι οποίες βρίσκονται ακόμη εν χρήσει. Στις δεύτερες, αξιοποιώντας τον φυσικό φωτισμό των δρόμων, των καταστημάτων, των πλατειών, της υπαίθρου κατέγραψε με ρεαλισμό την αστική ζωή των Εβραίων κατοίκων του Βερολίνου και της Βαρσοβίας, αλλά και την αγροτική ζωή των Εβραίων της Ουγγαρίας και της Τσεχοσλοβακίας. Με ρεαλισμό για τον οποίο έχει ειπωθεί πως επέτρεπε στον θεατή των φωτογραφιών του, να ψαύσει πάνω τους, τις χονδρές ραφές των υφασμάτων στα παλτά των ανδρών και στα σάλια των γυναικών. Οι φωτογραφίες αυτές δείχνουν πως ο δημιουργός τους προαισθανόταν το κακό που ερχόταν και επειγόταν να απαθανατίσει τα στιγμιότυπα μιας ζωής που σύντομα θα χανόταν.
Ο Roman Vishniac γεννήθηκε το 1897 στο Paulosk, από μια ευημερούσα εβραϊκή οικογένεια και μεγάλωσε στη Μόσχα. Το ενδιαφέρον του για τη φωτογραφία και τον έμβιο κόσμο εκδηλώθηκε από τα 7 μόλις χρόνια του, όταν η γιαγιά του, του χάρισε την ημέρα των γενεθλίων του μια φωτογραφική κάμερα και ένα μικροσκόπιο. Συνδέοντας τη φωτογραφική μηχανή με το μικροσκόπιο κατάφερε να φωτογραφίσει τους μεγεθυμένους μυς των ποδιών μιας κατσαρίδας. Με τον ίδιο εξοπλισμό στα χρόνια που ακολούθησαν ο μικρός φωτογράφος φωτογράφιζε ό,τι του κινούσε την προσοχή, από πρωτόζωα, τη γύρη, ως τα λέπια των ψαριών.
Ο Vishniac ως τα 10 χρόνια του ακολούθησε κατ' οίκον εκπαίδευση. Στη συνέχεια όμως ενεγράφη σε ιδιωτικό σχολείο από το οποίο αποφοίτησε το 1914. Την ίδια χρονιά έγινε δεκτός από το Ινστιτούτο Shanyavsky στο οποίο σπούδασε ζωολογία για έξι χρόνια. Ως μεταπτυχιακός φοιτητής εργάστηκε με τον εξέχοντα βιολόγο Nikolai Koltzoff, πάνω στην επαγωγή της μεταμόρφωσης του Αξολότλ, μιας δηλαδή υδρόβιας σαλαμάνδρας που δεν μεταμορφώνεται φυσικά.
Το 1918 η οικογένειά του μετανάστευσε στο Βερολίνο, ακολουθώντας τη μοίρα πολλών άλλων Εβραίων που μετανάστευσαν στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ, λόγω του αυξανόμενου αντισημιτισμού των αντιπάλων των Μπολσεβίκων αλλά και της αντιφατικής στάσης της σοβιετικής ηγεσίας η οποία ενώ καταδίκαζε τον τσαρικό αντισημιτισμό, κατέσχε περιουσίες Εβραίων πολιτών και συναγωγών και διέλυε θρησκευτικές κοινότητες, με πρόσχημα την κοσμική υπόσταση του νέου έθνους.
Ο Vishniac παρέμεινε στη ΕΣΣΔ για δύο ακόμη χρόνια στη Μόσχα, και το 1920 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου άσκησε διάφορα επαγγέλματα, προκειμένου να ζήσει την οικογένειά του. Στον ελεύθερο χρόνο του σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου την Τέχνη της Άπω Ανατολής, παρακολούθησε τμήματα ενδοκρινολογίας και οπτικής, αλλά και φωτογράφιζε στιγμιότυπο της καθημερινής βερολινέζικης ζωής.
Από το 1933 όμως και πέρα, οπότε η έλευση των ναζιστών στην εξουσία δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για την τύχη των Εβραίων, ο Vishniac, με ανάθεση της Αμερικανικής Επιτροπής Εβραϊκής Διασποράς, που ενδιαφερόταν για την τεκμηρίωση των διωγμών, ταξίδεψε στην Ανατολική Ευρώπη για να καταγράψει τη ζωή των φτωχών Εβραίων που ζούσαν στα χωριά και στα αστικά γκέτο. Ως το 1938 είχε τραβήξει 16.000 φωτογραφίες που ελήφθησαν με μια μικρή κάμερα, προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη με την κατηγορία της κατασκοπείας. Από τις φωτογραφίες αυτές διασώθηκαν 2.000 που εστάλησαν, μέσω ενός φίλου στις ΗΠΑ. Το 1939 η σύζυγος μαζί με τα δύο παιδιά τους διέφυγαν στην Σουηδία, ενώ ο ίδιος μετέβη στη Γαλλία, όπου μετά τη συνθηκολόγησή της, συνελήφθη από την αστυνομία του Πεταίν, ως άπατρις. Τελικώς χάρη στις ενέργειες της συζύγου του και της Αμερικανικής Επιτροπής Εβραϊκής Διασποράς, κατάφερε να πάρει βίζα για να ταξιδέψει στην Πορτογαλία, και από εκεί στις ΗΠΑ, στις οποίες εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του.
Εκεί άρχισε να εργάζεται ως ανεξάρτητος φωτογράφος, μια επαγγελματική δραστηριότητα που συνέχισε ως το τέλος της ζωής του. Στο διάστημα αυτό παρήγαγε μια πληθώρα φωτογραφιών, που περιλάμβαναν πορτραίτα διασημοτήτων-ο Αϊνστάιν θεωρούσε ως καλύτερο πορτραίτο του, αυτό που είχε τραβήξει ο Vihsniac στο γραφείο του διάσημου φυσικού το 1941 στο Princeton-αλλά και στιγμιότυπα από τη ζωή Εβραίων και Κινέζων μεταναστών. Το ενδιαφέρον του ωστόσο για την καταγραφή βιολογικών αντικειμένων παρέμεινε αμείωτο και επεκτάθηκε από τη φωτογραφία, στην παραγωγή ντοκυμονταίρ για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, που του ανάθεταν δημόσιοι οργανισμοί, πανεπιστήμια και ιδιώτες.
Το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό Life. Προϊόν της ήταν μια σειρά φωτογραφιών για ένα άρθρο στο οποίο αποτιμώντο οι καταστροφές που κάνουν τα έντομα στις καλλιέργειες. Στις φωτογραφίες αυτές, όπως και σε όλες τις φωτογραφίες βιολογικών αντικειμένων, ο Vishniac χρησιμοποιούσε αποκλειστικά ζωντανούς οργανισμούς γιατί πίστευε πως: "Δεν μπορείς να διδάξεις βιολογία με ένα μπουκάλι που περιέχει νεκρά ζώα και μικρόβια".
To 1946 σηματοδότησε την πρώτη συνεργασία του με πανεπιστημιακό ίδρυμα. Μαζί με τον καθηγητή C. C. Speidel του Πανεπιστημίου της Virginia ανέλαβαν ένα μεγάλο επιστημονικό πρόγραμμα, που αποσκοπούσε στη μελέτη της αναγέννησης των ουρών των γυρίνων. Ο Vishniac, χάρη στην ιδιαίτερη βιολογική γνώση του, αποτύπωσε τη φαγοκυττάρωση που συμβάλλει στην αποκατάσταση των τραυμάτων στα αγγεία, ώστε να αναγεννηθούν οι ιστοί.
Από το 1950 ως και τις αρχές του 1970 στράφηκε σχεδόν αποκλειστικά στην επιστημονική-βιολογική φωτογραφία και κινηματογραφία και επενόησε τεχνικές όπως ο χρωματισμός διαφανών παρασκευασμάτων που επέτρεψε τη μελέτη των δομικών διαφορών στην κατασκευή τους, οι οποίες αλλιώς θα ήταν δυσδιάκριτες, η ενίσχυση της αντίθεσης της φωτογραφίας με τη χρήση πολωμένου φωτός, σκοτεινού πεδίου και αντίθεσης φάσεων.
Μεταξύ των πρωτοποριακών τεχνικών του ήταν αυτή που ανέπτυξε συνεργαζόμενος με τον Talbot Waterman-ειδικό στην φυσιολογία των αισθήσεων των εντόμων-προκειμένου να παραχθούν φωτογραφίες που θα απεικόνιζαν τον κόσμο, όπως τον αντιλαμβάνονται τα σύνθετα μάτια των εντόμων. Το αποτέλεσμα ήταν μια μνημειώδης φωτογραφία που απεικονίζει την κόρη του Vihsiniac, Mara, όπως θα την έβλεπαν το πολυάριθμα οματίδια μιας πυγολαμπίδας. Η λήψη της φωτογραφίας απαιτούσε την αριστοτεχνική αφαίρεση του ματιού από το έντομο και την στερέωσή του στον αντικειμενικό φακό του μικροσκοπίου.
Η αναφορά στο φωτογραφικό έργο του Vihsniac, ένα έργο πολυετές και πολύμορφο, μπορεί να είναι ανεξάντλητη. Κλείνοντας όμως το μικρό αφιέρωμά μας σε αυτό, θα ήταν παράλειψη αν δεν παρουσιάζαμε ένα μικρό δείγμα της κινηματογραφικής εργασίας του, που έγινε κατ' ανάθεση του Εθνικού Ιδρύματος Επιστημών των ΗΠΑ. Στο βίντεο που παραθέτουμε, θα δείτε αποσπάσματα του κινηματογραφικού και φωτογραφικού έργου του, θα ακούσετε τη φωνή του, να εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο εργάστηκε, αλλά και σχολιασμό των τεχνικών του, από έγκριτους φωτογράφους.
Ο Roman Vishniac απεβίωσε την 22α Ιανουαρίου του 1990.