Την 29η Σεπτεμβρίου του 1957 στον σταθμό επεξεργασίας πλουτωνίου, που βρισκόταν στην πόλη Κιστίμ της περιφέρειας του Τσελιάμπινσκ των ανατολικών Ουραλίων, συνέβη ένα πυρηνικό ατύχημα. Το ατύχημα αυτό, παρά το μέγεθός του-ρύπανε 23.000 τετρ. χλμ, στάθηκε αιτία για την εκκένωση μιας περιοχής στην οποία ζούσαν 10.000 άνθρωποι και κόστισε τη ζωή εκατοντάδων πολιτών- ήταν ανύπαρκτο για τις Σοβιετικές Αρχές, ως και το 1989. Ακόμη κι όταν το 1975 ο εξέχων αντιφρονών βιολόγος Ζωρές Μεντβέντεφ - ο συγγραφέας του περίφημου βιβλίου: “Άνοδος και Πτώση του Λυσένκο” - έφερε στο φως της δημοσιότητας βάσιμα στοιχεία ότι το ατύχημα είχε συμβεί, το σοβιετικό καθεστώς επέμενε να το διαψεύδει.

Ζωρές Μεντβέντεφ

Όμως το 1989, στο νέο περιβάλλον της περεστρόικα και της γκλασνόστ οι  Σοβιετικές αρχές παραδέχτηκαν το συμβάν και άνοιξαν στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, μέρος των αρχείων τους. Τότε αποκαλύφθηκε ότι το ατύχημα δεν ήταν διόλου αμελητέο. Με βάση τις πληροφορίες των αρχείων που απελευθερώθηκαν η Διεθνής Επιτροπή Ραδιενέργειας κατέταξε το ατύχημα στην κλίμακα 6, μόλις δηλαδή μια βαθμίδα πιο κάτω από το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ (1986) και Φουκουσίμα (2011) που επακολούθησαν.

Ο πυρηνικός αντιδραστήρας και το εργοστάσιο επεξεργασίας πλουτωνίου είχαν χτιστεί στο τέλος της δεκαετίας του 1940, στο πλαίσιο του προγράμματος ανάπτυξης πυρηνικών όπλων της ΕΣΣΔ. Το απόρρητο εργοστάσιο ονομαζόταν Μαγιάκ, αν και το κωδικό όνομά του ήταν Τσελιαμπίνσκ-40. Κτίστηκε κοντά στις όχθες της λίμνης Κιζιλτάς της οποίας τα νερά είχαν διττή χρησιμότητα. Εξυπηρετούσαν ταυτόχρονα την ψύξη του αντιδραστήρα, αλλά και την εναπόθεση των αποβλήτων. Η ταχύτητα με την οποία κτίστηκε και η πρωτόγονη ακόμη, τεχνολογία, κατέστησαν το εργοστάσιο, από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του επικίνδυνο και για τους εργαζομένους σε αυτό, όσο και για τους κατοίκους της περιοχής. *

Όπως αποκαλύφθηκε από τα σοβιετικά αρχεία το ατύχημα ήταν αποτέλεσμα της δυσλειτουργίας του συστήματος ψύξης μιας υπόγειας δεξαμενής στην οποία αποθηκεύονταν υγρά πυρηνικά απόβλητα. Για περισσότερο από έναν χρόνο η θερμοκρασία της δεξαμενής αυξανόταν σταθερά ώστε να φτάσει στη θερμοκρασία των 350ο C την ημέρα του ατυχήματος. Από την έκρηξη που προκλήθηκε διερράγη το τσιμεντένιο τοίχωμα της δεξαμενής απελευθερώνοντας στον αέρα ένα ραδιενεργό νέφος που περιείχε τα μεγάλου χρόνου ημιζωής ισότοπα Καισίου-137 και Στροντίου-90, και αντιστοιχούσε στα 2/5 της ραδιενέργειας που απελευθερώθηκε από το Τσερνόμπιλ! Το νέφος ταξίδεψε βορειοανατολικά σε κατοικημένες περιοχές με εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκων, τις οποίες οι Αρχές καθυστέρησαν να εκκενώσουν. Το αποτέλεσμα ήταν να γεμίσουν τα νοσοκομεία της περιοχής από ανθρώπους που εξεδήλωσαν “τη νόσο της ραδιενέργειας”, κάποιοι από τους οποίους απεβίωσαν, χωρίς να είναι αποσαφηνισμένος ο ακριβής αριθμός τους.


Αν σταματούσαμε την περιγραφή του ατυχήματος στο σημείο αυτό, θα είχαμε μπροστά μας ακόμη ένα από τα πολλά παραδείγματα μυστικοπάθειας με την οποία το σοβιετικό καθεστώς προσπαθούσε να αποκρύψει καταστάσεις που θα μπορούσαν να το δυσφημίσουν. Το ατύχημα αυτό όμως παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Πρώτον, διότι στην απόκρυψή του, είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι συνήργησαν-μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου-και οι ΗΠΑ! Δεύτερον, διότι ο χειρισμός του ατυχήματος και των συνεπειών του από τις σοβιετικές Αρχές, σχετιζόταν με την πολύπαθη ιστορία της γενετικής στην ΕΣΣΔ και έναν σημαντικό γενετιστή, ο οποίος την εποχή εκείνη, είχε μόλις απελευθερωθεί από μια “σαράσκα”, όπως ονόμαζαν οι σοβιετικοί τα ειδικά γκούλαγκ για επιστήμονες.

Ας τα πιάσουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. 

Το γεγονός του ατυχήματος φαίνεται πως με κάποιο τρόπο διέρρευσε στη Δύση, ώστε να εμφανιστούν, ήδη από το 1958, σποραδικά δημοσιεύματα εφημερίδων που αναφέρονταν σε αυτό. Οι ΗΠΑ κράτησαν σιγή ιχθύος για το ατύχημα-προς μεγάλη ικανοποίηση των σοβιετικών-αποφεύγοντας να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν, αν και πότε είχε συμβεί. Το 1976 όμως ο Ζωρές Μεντβέντεφ δημοσίευσε στο βρετανικό περιοδικό New Scientist, ένα άρθρο στο οποίο απεκάλυπτε το συμβάν.           Την ίδια χρονιά ο καθηγητής Λεβ Τούμερμαν, ένας φυσικός που είχε στραφεί προς τη μοριακή βιολογία, και είχε μεταναστεύσει από το 1972 στο Ισραήλ, επιβεβαίωσε, έμμεσα το άρθρο του Μεντβέντεφ περιγράφοντας την εμπειρία του από ένα ταξίδι που έκανε στην περιοχή στις αρχές της δεκαετίας του 60. Καθ΄οδόν προς το Μπελόγιαρσκ,  στο οποίο πήγαινε για να επισκεφθεί τον αδελφό του, πρόσεξε ότι ξαφνικά στον δρόμο εμφανίστηκαν πινακίδες που ειδοποιούσαν τον οδηγό να διέλθει γρήγορα και να μην σταματήσει καθόλου για 25-30 χλμ. Πρόσεξε επίσης ότι στα δεξιά και στα αριστερά του δρόμου υπήρχε μια νεκρή ζώνη, εγκαταλελειμμένων καλλιεργειών  και σπίτια από τα οποία είχαν απομείνει μόνον οι καμινάδες, προφανές δηλαδή σημάδι ότι αυτοί που τα είχαν γκρεμίσει επεδίωκαν να αποτρέψουν την επιστροφή των κατοίκων τους σε αυτά. Ο Τούμερμαν συνέχισε τον δρόμο του θεωρώντας πως στην περιοχή ίσως είχε συμβεί διαρροή κάποιου χημικού, εξαιτίας της οποίας εκκενώθηκε. Ο Τούμερμαν είχε τη γνώση να συσχετίσει τη νεκρή ζώνη και την προτροπή προς γρήγορη διέλευση με ένα πυρηνικό ατύχημα. Αν δεν το έκανε ήταν διότι στο Μπελογιάρσκ κτιζόταν ένα πυρηνικό εργοστάσιο στο οποίο ο αδελφός του εργαζόταν ως μηχανικός. Θεώρησε λοιπόν, ότι αφού το εργοστάσιο ακόμη δεν είχε κτιστεί, πώς ήταν δυνατόν να συμβεί ένα πυρηνικό ατύχημα…

 Ακόμη και σήμερα η πρόσβαση στην περιοχή χρειάζεται ειδική άδεια.

Παρά το άρθρο του Μεντβέντεφ και την έμμεση επιβεβαίωση του Τούμερμαν, οι δυτικές Αρχές έδειχναν να αμφιβάλουν αν μπορούσαν να προκληθούν τέτοιας εκτάσεως συνέπειες από μια διαρροή ραδιενέργειας από δεξαμενή και υπεστήριξαν πως αν υπήρχε διαρροή, ίσως οφειλόταν σε μια από τις μυστικές πυρηνικές δοκιμές που διεξήγαγε η ΕΣΣΔ.

Όμως ο Μεντβέντεφ συνέχισε την έρευνά του. Από έγγραφα που διέρρευσαν στη Δύση και ήρθαν στα χέρια του ανεκάλυψε ότι στην περιοχή είχε συμβεί διαρροή ραδιενέργειας, της οποία όμως  η  μεγάλη έκταση και η μεγάλη χρονική διάρκεια, απέκλειαν το ενδεχόμενο να οφειλόταν σε υπόγεια  πυρηνική δοκιμή.  Παρότι οι πληροφορίες των εγγράφων ήταν σκοπίμως συγκεχυμένες και πολλές παράγραφοί τους είχαν σβηστεί, προσδιόρισε επίσης πως η διαρροή αυτή είχε συμβεί στα Ουράλια κατά τη διάρκεια του έτους 1957 ή 1958. 

Τον επόμενο χρόνο από τη δημοσίευση του άρθρου του Μεντβέντεφ τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους. Ο Ράλφ Νάντερ, ένας Αμερικανός δικηγόρος που δρούσε για λογαριασμό μιας οργάνωσης κατά των πυρηνικών υπέβαλε στη CIA αίτημα-επικαλούμενος τον Νόμο της Ελευθερίας της Πληροφόρησης-για την αποκάλυψη των πληροφοριών που είχε συλλέξει ένα κατασκοπευτικό σκάφος U-2 σε μια υπερπτήση του στα Ουράλια τον Σεπτέμβριο του 1957. Η Αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών επιβεβαίωσε το συμβάν στο Κιστίμ, φάνηκε όμως φειδωλή στην παροχή πρόσθετων πληροφοριών. Ήταν προφανές. Η Αμερικανική κυβέρνηση το 1957 απέκρυψε το ατύχημα από τους πολίτες της, προκειμένου να μη θορυβηθούν για το ενδεχόμενο ενός αντίστοιχου ατυχήματος στις ΗΠΑ και τεθεί υπό αμφισβήτηση το πυρηνικό πρόγραμμά τους…
Κατασκοπευτικό αεροσκάφος U-2

Στα χρόνια που ακολούθησαν η ΕΣΣΔ συνέχισε να διαψεύδει ότι το ατύχημα είχε συμβεί, ως το 1989, οπότε παραδέχτηκε την ύπαρξή του. Ακόμη και τότε όμως προσπάθησε να υποβαθμίσει τις συνέπειές του. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του ατυχήματος είναι δύσκολο να εκτιμηθούν με ακρίβεια. Εκτός από τη σοβιετική μυστικοπάθεια, που απέκρυπτε στοιχεία, είναι γνωστό πως ο απόρρητος πυρηνικός σταθμός, δεν ρύπανε την περιοχή μόνο κατά το συγκεκριμένο ατύχημα, αλλά για πολλά χρόνια. Γεγονός είναι πάντως πως οι κάτοικοι της περιοχής υπέφεραν από αυξημένο αριθμό νεοπλασιών κ.ά προβλήματα υγείας και ότι ακόμη και τώρα η περιοχή αποτελεί μια από τις πλέον επιβαρυμένες ραδιενεργώς περιοχές της γης.

Και πάμε τώρα στον δεύτερο λόγο για τον οποίο το πυρηνικό ατύχημα στο Κιστίμ είναι σημαντικό. Οι άμεσες συνέπειες του ατυχήματος, όπως οι θάνατοι εκατοντάδων πολιτών και η έκθεση σε υψηλά ποσοστά ραδιενέργειας πολύ περισσοτέρων ανησύχησαν τις σοβιετικές Αρχές. Όμως εκείνη την εποχή δεν γνώριζαν ούτε πώς να αντιμετωπίζουν τα διαφορετικά στάδια της «ασθένειας της ραδιενέργειας», ούτε πώς να μετρούν τη δόση της ακτινοβολίας που προσλαμβάνεται από τον άνθρωπο και μεταβιβάζεται στους απογόνους του. Τότε αντιλήφθηκαν ότι τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά θα μπορούσε να δώσει η ραδιοβιολογία, η έρευνα της οποίας έπρεπε να ενθαρρυνθεί και η γενετική, που μετά από χρόνια διωγμών, έπρεπε να νομιμοποιηθεί-τουλάχιστον στον τομέα των ιατρικών εφαρμογών-καθώς η γεωργία εξακολουθούσε να αποτελεί το προπύργιο του Λυσένκο και των οπαδών του. 

Την επίλυση αυτών των προβλημάτων προθυμοποιήθηκε να δώσει ο Τιμοφέγιεφ-Ρεσσόφσκι, ένας εξέχων γενετιστής ο οποίος μόλις είχε απελευθερωθεί από τη σαράσκα του Σβερντφλόσκ, που γειτνίαζε στην περιοχή του ατυχήματος. Ο Τιμοφέγιεφ-Ρεσσόφσκι κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας παραμονής του στη Γερμανία (1925-1945), μεταξύ των πολλών επιτευγμάτων του για τα οποία είχε αποσπάσει διεθνή αναγνώριση, είχε θέσει τα θεμέλια της ραδιοβιολογίας. Μετά την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στο Βερολίνο το 1945, συνελήφθη και οδηγήθηκε στην ΕΣΣΔ. Η κατηγορία που τον βάρυνε ήταν η προδοσία κατά της πατρίδας του, εξαιτίας της άρνησής του να ανταποκριθεί στην εντολή των σοβιετικών Αρχών που του ζήτησαν το 1937 να επιστρέψει στην ΕΣΣΔ, διότι φοβόταν δικαίως, πως θα είχε τη φρικτή τύχη των υπόλοιπων γενετιστών που δεινοπαθούσαν στα χρόνια της κυριαρχίας του Λυσένκο. Ο Τιμοφέγιεφ-Ρεσσόφσκι πρότεινε στις Αρχές να αναλάβει την οργάνωση ενός “Πανενωσιακού Ραδιοβιολογικού Κέντρου” που θα διερευνούσε διεξοδικά τις συνέπειες του ατυχήματος και γενικώς των πυρηνικών ατυχημάτων. Έθεσε όμως έναν όρο: Ότι στην έρευνα θα υπήρχε διαφάνεια και διεθνής συνεργασία διότι: «η ραδιενέργεια δεν γνωρίζει σύνορα». Η πρόταση απορρίφθηκε και η έρευνα απαγορεύτηκε, για λόγους προστασίας του κρατικού απορρήτου.

Ο Τιμοφέγιεφ - Ρεσσόφσκι (αριστερά) με τον Αλεξάντρ Σολζενίτσιν

Έτσι έκλεισε το κεφάλαιο του ατυχήματος στο Κιστίμ, αφήνοντας πίσω του όμως και μια θετική συνέπεια. Το σοβιετικό καθεστώς, συνειδητοποίησε πως ενώ η Φυσική και η Μηχανολογία του, ήταν ικανές να χειρίζονται την πυρηνική ενέργεια και να προετοιμάζονται για την είσοδο στη διαστημική εποχή, οι νεοπαγείς κλάδοι της μοριακής βιολογίας και της μοριακής γενετικής, ήταν ουσιαστική ανύπαρκτοι στη Σοβιετική επιστήμη. Έτσι έπαυσε να διώκει την επί 30 χρόνια, παράνομη γενετική και τους επιστήμονες που την ασκούσαν. Στη στροφή αυτή πρέπει να συνέβαλε και ο διεθνής θαυμασμός που είχε αποσπάσει το επίτευγμα της ανακάλυψης της διπλής έλικας, από τους Γουότσον και Κρίκ το 1953. Ήρθε όμως καθυστερημένα. Η καταστροφή της διδασκαλίας και της έρευνας της γενετικής-τα εργαστήρια της είχαν κλείσει, οι γενετιστές είχαν εκτελεστεί, φυλακιστεί ή εξοριστεί, η έκδοση πανεπιστημιακών εγχειριδίων της είχε απαγορευτεί-είχε αφήσει πίσω της, ένα επιστημονικό προσωπικό που δεν είχε ούτε τη γνώση, ούτε την εμπειρία να ξαναπιάσει το νήμα από το σημείο που το είχαν αφήσει οι σπουδαίοι Ρώσοι γενετιστές της δεκαετίας του 1920. Το αποτέλεσμα; Ακόμη και σήμερα η ρωσική γενετική δεν έχει καταλάβει τη θέση που κάποτε είχε στο διεθνές επιστημονικό στερέωμα...

  • Ο αναγνώστης μπορεί να δει την ταινία: "Η μυστική πόλη 40" στο Netflix, η οποία αναφέρεται στο Κιστίμ και στην ιστορία του. Επίσης, αν επιθυμεί μπορεί να διαβάσει ένα ακόμη άρθρο για τον Τιμοφέγιεφ-Ρεσσόφσκι που έχει αναρτήσει η σελίδα, πατώντας εδώ.

Για τη σύνταξη του άρθρου χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από την εγκυκλοπαίδεια Britannica, το άρθρο του περιοδικού Nature: How molecular biology wοn its place in the USSR (14/1/1978) καθώς και αποσπάσματα από το βιβλίο μου: Η γενετική σε δύσκολους καιρούς και τόπους- Εκδόσεις Σαββάλας.