Ά λλοτε Πουνέτ, άλλοτε Πουνέ, κι άλλοτε Πανέ - αλλά μάλλον ορθότερα Πάνετ, διότι ήταν Άγγλος, ο ζωολόγος του οποίου την επέτειο της γεννήσεως (20/6/1875) τιμούμε σήμερα, είναι γνωστός κυρίως για το ομώνυμο αβάκιό του με το οποίο εξάγονται οι γενοτυπικές αναλογίες-και συνάγονται οι φαινοτυπικές-των μεντελικών διασταυρώσεων.
Αυτή η μέθοδος εύρεσης των αναλογιών, την οποία ο Πάνετ δημοσίευσε το 1907 στη 2η έκδοση του βιβλίου του: “Μεντελισμός”, αποτελεί κατά βάση μια οπτική αναπαράσταση των νόμων του διαχωρισμού και του ανεξάρτητου συνδυασμού. Ως τέτοια, αν και μπελαλίδικη, είναι μάλλον καταλληλότερη για αρχάριους μαθητές της γενετικής. Οι κάπως προχωρημένοι, μια χαρά θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στα συστήματα διακλάδωσης, με τα οποία τα αποτελέσματα εξάγονται ταχύτερα και το ενδεχόμενο αβλεψίας στην καταμέτρηση είναι μικρότερο.
Όμως όταν τον δημοσίευσε στο βιβλίο του, που ήταν το πρώτο εγχειρίδιο Μεντελισμού που εκδόθηκε!, επεδίωκε - όπως και ο επιφανέστερος προϊστάμενος του στο Cambridge, ο μεγάλος εκλαϊκευτής του Μεντελισμού, William Bateson - πρωτίστως να διδάξει και να διαδώσει Μεντελισμό. Συνεπώς - εικάζουμε πως - βρήκε περισσότερο αποτελεσματικό να προτείνει έναν εύληπτο τρόπο εξαγωγής αποτελεσμάτων, παρά έναν κάπως δυσκολότερο στην κατανόηση, κι ας ήταν πρακτικότερος.
Με τον Bateson (δεξιά) το 1907 |
Επίσης έμμεση συμβολή είχε στη θεμελίωση της γενετικής πληθυσμών. Πώς; Το 1908 λοιπόν σε μια διάλεξή του, του ετέθη το ερώτημα: Γιατί οι υπολειπόμενοι φαινότυποι, ως τέτοιοι, δεν εξαφανίζονται από τους φυσικούς πληθυσμούς;
Ο Punnet, που ήταν ένας προσεκτικός και προσηνής άνθρωπος, επιφυλάχθηκε να δώσει μια απάντηση που δεν θα ικανοποιούσε, πρώτα-πρώτα τον ίδιο. Έτσι έθεσε το ερώτημα στον φίλο του μαθηματικό G. H. Hardy. Από τη συζήτηση που επακολούθησε, ο Hardy διετύπωσε-ανεξάρτητα από τον Weinberg - τη μαθηματική έκφραση του γενετικού ισοζυγίου (νόμος των Hardy-Weinberg), με την οποία αποσαφηνίζεται πώς η συχνότητα των αλληλομόρφων στους πληθυσμούς, καθορίζει τη συχνότητα των γενοτύπων και φαινοτύπων.
Απεβίωσε το 1967 και είναι δίκαιο να τον θυμόμαστε ως έναν από τα επιφανή μέλη της πρώτης γενιάς γενετιστών (Bateson, Morgan κ.ά.) οι οποίοι, εμπνεόμενοι από το έργο του Μέντελ, προήγαγαν τη βιολογική σκέψη και υπεραμύνθηκαν της ιδέας της εξέλιξης, θεωρώντας όμως-αντίθετα από τους βιομέτρες-ότι η κολοσσιαία αυτή εποποιία της ζωής, δεν προχωρεί σταδιακά, αλλά με άλματα.