Η ιστορία διαδραματίζεται το 1945, όταν πλέον ο πόλεμος είχε τελειώσει και ο δις παρασημοφορηθείς για τη συμμετοχή του στην πολεμική προσπάθεια κατά των Ναζί, Ζακόμπ εκλήθη να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην μεταπολεμική προσπάθεια της πατρίδας του. Αφορά δε, στην παραγωγή πενικιλλίνης την οποία οι Αμερικανοί - μετά την απομόνωσή της από τους Άγγλους - παρήγαγαν αλλά διέθεταν με μεγάλη φειδώ στους πρώην συμμάχους τους, συμπεριλαμβανομένων και των Γάλλων.
O Ζακόμπ, κατά τη διάρκεια του πολέμου |
Όταν ο Ζακόμπ επισκέφθηκε τα εργοστάσια αυτά για να επιβλέψει το έργο για λογαριασμό του Γαλλικού Στρατού, με μια ματιά κατάλαβε ότι δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να παραγάγουν κάποτε πενικιλλίνη. Οι τεράστιοι σιδερένιοι κάδοι τους δεν είχαν καμία σχέση με τους ανοξείδωτους αμερικανικούς-που αποστειρώνονταν με υψηλή πίεση- ούτε φυσικά υπήρχε η δυνατότητα να μετατραπούν σε τέτοιους.
Τότε αποτάθηκε στον ταγματάρχη που προΐστατο του εγχειρήματος, ο οποίος γελώντας τον παρέπεμψε στον υπεύθυνο του πολιτικού γραφείου του Τιγιόν, έναν στρατιωτικό, απόφοιτο της Στρατιωτικής Πολυτεχνικής Σχολής και μέλος του Κ.Κ. Ο Ζακόμπ προσπάθησε να του εξηγήσει γιατί το εγχείρημα ήταν ανέφικτο. Εις μάτην όμως. Ο υπεύθυνος του πολιτικού γραφείου επέμενε πως ήταν απλώς θέμα επινοητικότητας και μόχθου.
Κλείνοντας εξοργισμένος πίσω του την πόρτα του γραφείου τού πολιτικού υπευθύνου, ο Ζακόμπ ήταν πεπεισμένος πως οι λόγοι του εγχειρήματος δεν ήταν βιομηχανικοί, αλλά άκρως πολιτικοί: Για κάποιο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον, ο κομμουνιστής υπουργός θα μπορούσε να καυχιέται πως χάρη στη συμβολή του, η Γαλλία είχε μετατρέψει τα πυριτιδοποιεία από εργοστάσια παραγωγής όπλων θανάτου, σε εργοστάσια παραγωγής όπλων για την προαγωγή και τη διατήρηση της υγείας...