Χτες η επικαιρότητα μάς ώθησε να ασχοληθούμε με την Pelagia noctiluca, δηλαδή τη Μέδουσα τη νυκτιφαή - αυτήν που λάμπει τη νύκτα, όπως μας πρότεινε ο φιλόλογος, φίλος της σελίδας κ. Αντώνης Μιχαηλίδης.  
Όμως, η μεληδόνα - ένας συγγενής του χταποδιού - μας ζήτησε να ασχοληθούμε και με την ίδια, φοβούμενη μη και ο ντόρος που ξεσήκωσε ένα όμορφο άρθρο της Καθημερινής, αποβεί εις βάρος της, εκτρέποντας τα γαστρονομικά μας γούστα, από τον "ξάδελφό" της προς αυτήν. 

Θα της κάνουμε λοιπόν το χατήρι, μολονότι θεωρούμε - για τους λόγους που θα εκθέσουμε στη συνέχεια - τους φόβους της αβάσιμους.
Ξέρετε, μια διαδεδομένη στρατηγική επιβίωσης, που οικοδομεί η εξέλιξη είναι η "βατεσιανή μιμικρία”. Δηλαδή ο μιμητισμός, κατά τον οποίο, ένα ακίνδυνο (ή εύγευστο) για τον θηρευτή του είδος, υιοθετεί την εμφάνιση ενός επικίνδυνου (ή δυσάρεστου στη γεύση) είδους, προκειμένου να αποφύγει τη θήρευση. 
Η μεληδόνα όμως όχι μόνον δεν είχε την εξελικτική εύνοια, να επωφεληθεί από τη στρατηγική αυτή, αλλά στην κυριολεξία την υπέστη αντίστροφα. Ενώ λοιπόν είναι μάλλον άγευστη και δύσκολη στο μαγείρεμα, μοιάζει η δύστυχη για τον αδαή, αλλά και για τον επιτήδειο θηρευτή της - που θέλει να τη μοσχοπουλήσει στο παζάρι- με τον ξάδελφό της. Έτσι όταν φτάσει στο τραπέζι, και αυτός που τη “γευθεί” καταλάβει τη διαφορά, είναι πια αργά…

Αυτά όμως ως χτες. Οι παραξενιές της εξέλιξης, και οπωσδήποτε η έλλειψη έμπνευσης των αρθρογράφων, άλλαξαν με μιας το σκηνικό. Χάρη στο άρθρο της “Κ”, η προστασία που θέλησε ο ευφάνταστος αρθρογράφος να θεσπίσει για το χταπόδι, επεκτάθηκε και στη μεληδόνα, η οποία - για πρώτη φορά στα 500 εκατομμύρια χρόνια της εξέλιξής της, επωφελείται και δεν πλήττεται από την ομοιότητά της με τον εύγευστο συγγενή της.

Ας κλείσουμε λοιπόν με μια λογοτεχνική- αλλά εν μέρει αυθαίρετη περιγραφή της μεληδόνας. Προέρχεται από το βιβλίο με τίτλο: "Με το Γυαλί του Ψαρά", του Θέμου Ποταμιάνου, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις της “Εστίας”, το 1954.

Η μεληδόνα είναι παραλλαγή του χταποδιού. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά και όλα τα προσόντα του χταποδιού: πόδια οχτώ, κουκούλα, μελάνι, ράμφος, κουτοπονηριά. Έχει όμως και χτυπητές διαφορές. Πόδια μακρύτερα, χρώμα αλλοιώτικο, σιλουέττα λεπτή και κομψή*. Διαφέρει επίσης από το χταπόδι στην τρυφεράδα και στη νοστιμάδα. Το χταπόδι για να γίνει τρυφερό απαιτεί να χτυπηθεί κάτου σαράντα φορές. Ούτε μια λιγώτερη. Αν του δώσετε παρά μιαν τεσσαράκοντα δεν κάνετε τίποτε. Με τις σαράντα όμως έρχεται σε λογαριασμό. Τρυφεραίνει και είναι κατάλληλο για τα δόντια. Στη μεληδόνα όμως και εκατόν σαράντα να δώσετε, μάταιος ο κόπος σας. Δεν θα γίνει τρυφερώτερη, δεν θα βράση, δεν θα γίνει κατάλληλη για μάσημα…

και λίγο παρακάτω ο φυσιολάτρης συγγραφέας προσθέτει:

Αντίθετα από το χταπόδι που χρησιμοποιεί εντατικά το μελανοδοχείο του, η μεληδόνα σπάνια χύνει το μελάνι της. Το μεταχειρίζεται με εξαιρετική φειδώ. Φαίνεται ότι έχει λίγο, ή ότι είναι εναντίον της σπατάλης ή ότι δεν θέλει να μοιάζη με τους καλαμαράδες της ξηράς**.

* μια σημαντική και ευδιάκριτη διαφορά ανάμεσα στα δύο ξαδέλφια -που παρέλειψε ο καλός συγγραφέας να αναφέρει, είναι ο αριθμός των στοίχων που σχηματίζουν οι μυζητήρες τους (βεντούζες). Το χταπόδι έχει δύο στοίχους, ενώ η μεληδόνα, μόνον έναν.
** Τι λέτε; Δεν ευνοήθηκε λιγάκι η μεληδόνα, από τη συνήθεια των αρθρογράφων, να μην είναι φειδωλοί με το μελάνι που ξοδεύουν;