Το φαινόμενο, του να εκφράζει κάποιος-θορυβώδη συνήθως-γνώμη για πράγματα που αγνοεί εντελώς, και για τα οποία δεν έχει καμία σχετική προετοιμασία, δεν είναι καινούργιο. Απ΄όσα μας έχουν παραδοθεί, φαίνεται πως είναι τόσο παλαιό - κι ακόμη παλαιότερο - όσο ένα περιστατικό που κατέγραψε ο ιστορικός Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23–79 μ.Χ.), στο έργο του "Φυσική Ιστορία". Το περιστατικό αυτό αφορά σε μια συνήθεια του Απελλή του Κώου-του σημαντικού ζωγράφου των Ελληνιστικών χρόνων-να εκθέτει τα ημιτελή έργα του σε κοινή θέα, και κρυμμένος να καταγράφει τα σχόλια των περαστικών που ενίοτε τον βοηθούσαν να προχωρεί σε βελτιωτικές παρεμβάσεις, πριν βάλει την τελευταία πινελιά του σε αυτά.
Κάποτε λοιπόν που ένα τέτοιο έργο του είχε εκτεθεί στην αγορά, ένας τσαγκάρης πρόσεξε και σχολίασε στον φίλο που τον συνόδευε, πως τα σανδάλια ενός από τους εικονιζόμενους στον πίνακα, είχαν τρία κορδόνια, αντί για, τα σωστά, τέσσερα. Ο Απελλής κατέγραψε το εύστοχο σχόλιο, και την επομένη ο πίνακας είχε διορθωθεί αναλόγως. Την ημέρα αυτή έτυχε ο τσαγκάρης να ξαναπεράσει από το σημείο στο οποίο είχε τοποθετηθεί ο πίνακας. Βλέποντας τη διόρθωση ενθουσιάστηκε τόσο, ώστε να πιστέψει αφελώς, πως ο ίδιος κατέστη ειδικός στην εκτίμηση των ζωγραφικών πινάκων. Έτσι "πήρε φόρα" κι άρχισε να επισημαίνει μεγαλοφώνως τα "λάθη" στις γραμμές της γάμπας, του μηρού, ακόμη και στις πτυχές των χιτώνων. Τότε ο Απελλής φανερώθηκε από την κρυψώνα του και φώναξε στον επηρμένο τσαγκάρη: "Τσαγκάρη, ως τα σανδάλια· όχι παραπέρα!" (Sutor, ne ultra crepidam).
Αυτό λοιπόν το αστείο περιστατικό μάς κατέλιπε έναν όρο που εφαρμόζεται στις καταστάσεις στις οποίες κάποιος ασκεί κριτική ή μας συμβουλεύει, για ένα αντικείμενο που αφίσταται της εμπειρίας ή των γνώσεών του. Ο όρος είναι ο "ultracrepidarianism", και σε ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως: "υπερκρηπιδισμός" - όπως ευγενώς πρότεινε ο συγγραφέας, αναγνώστης της σελίδας κ. Αντώνης Νικολής, (ή υπερπαπουτσισμός, αν προτιμάτε) καθώς το λατινικό "crepida" δεν είναι παρά το ελληνικό: κρηπίδα που σημαίνει σανδάλι, παπούτσι.