Το 1934 προβλήθηκε στις αμερικανικές αίθουσες κινηματογράφου ένα φίλμ που έφερε τον τίτλο: “Τα παιδιά του Αύριο”. Σκηνοθέτης του ήταν ο Crane Wilbur, ένας ηθοποιός ταινιών του βωβού και ομιλούντος κινηματογράφου, αλλά και επίσης ένας παραγωγικός συγγραφέας και ηθοποιός. Το σενάριο της ταινίας-που ήταν η πρώτη ομιλούσα ταινία του σκηνοθέτη, είχε συγγραφεί από τον Wallace Thurman, έναν ριζοσπάστη και αντισυμβατικό αφροαμερικανό συγγραφέα τα έργα του οποίου κατήγγειλαν τις διακρίσεις κατά των μαύρων. 

Στην ταινία αυτή, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, έστρεψαν το στόχαστρό τους στην καταγγελία των νόμων που είχαν ψηφίσει 24 Αμερικανικές πολιτείες, οι οποίοι επέβαλαν την υποχρεωτική στείρωση σε άτομα με ειδικές ανάγκες, σε άτομα με εγκληματική συμπεριφορά και γενικώς σε όσους θεωρούνταν φορείς επιβλαβών γονιδίων τα οποία επηρεάζουν την σωματική, ψυχική, διανοητική υγεία καθώς και την συμπεριφορά.

Το σενάριο της ταινίας αφηγείται την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας, της Alice Mason, της οποίας η επιθυμία να παντρευτεί τον φίλο της προσκρούει σε μια απόφαση δικαστηρίου που την υποχρεώνει να υποστεί στείρωση. Ο λόγος ήταν ότι η ίδια, ως τέκνο δύο μέθυσων και αδιάφορων γονέων, που είχαν ήδη αποκτήσει παιδιά με διανοητική καθυστέρηση, ήταν φορέας ελαττωματικών γονιδίων, οπότε ενέπιπτε στις διατάξεις των ευγονικών νόμων. 

Την απόφαση αυτή επιχειρούν να αποτρέψουν στο δικαστήριο ο φίλος της, Jim Baker κι ένας γιατρός, ο δόκτωρ Brooks. Ο δικαστής όμως είναι αμετάπειστος, καθώς θεωρεί πως οι τρεις γενιές απογόνων με διανοητική καθυστέρηση στην οικογένεια της Alice, καθιστούν την απόφαση επιβεβλημένη. Έτσι η κοπέλα οδηγείται στο χειρουργείο. Όχι μόνο διότι υποχρεώνεται από την απόφαση του δικαστηρίου αλλά και διότι και η ίδια προβληματίζεται αν το βαρύ κληρονομικό φορτίο της, της επιτρέψει να δημιουργήσει μια υγιή και ευτυχισμένη οικογένεια, και επίσης ανησυχεί, αν η άρνησή της να στειρωθεί, μπορεί να εκθέσει την οικογένειά της στον κίνδυνο να χάσει τα επιδόματα κοινωνικής προνοίας, που δίνονταν, ως δέλεαρ στις περιπτώσεις αυτές.

Τελικώς η κοπέλα οδηγείται στο νοσοκομείο, μπαίνει στο χειρουργείο και ο καλός γιατρός επιχειρεί την ύστατη ώρα να πείσει τον χειρουργό συνάδελφό του, να μην προχωρήσει. Στο διάλογό τους, αφού επιβεβαιώνει την άριστη σωματική και διανοητική υγεία της Alice, του λέει πως αν εφαρμόζονταν οι ευγονικοί νόμοι, προσωπικότητες όπως ο Dostoevski, o Nietzsche, o Edgar Alan Poe(φημολογείτο ότι έπασχαν από επιληψία, νευροεκφυλιστική συφίλιδα και διπολική διαταραχή αντίστοιχα), δεν θα είχαν γεννηθεί. Εις μάτην, όμως χειρουργός είναι αποφασισμένος να εφαρμόσει την απόφαση της πολιτείας. 

Ξαφνικά όμως κτυπά το τηλέφωνο του νοσοκομείου και ο καλών ζητεί να μιλήσει επειγόντως με τον δόκτωρα Brooks. Ο Brooks πηγαίνει στο τηλέφωνο και στην άλλη πλευρά της γραμμής είναι ο φίλος της Alice, ο Βaker  που πληροφορεί, ασθμαίνοντας, τον γιατρό ότι η μητέρα της κοπέλας-σε μια στιγμή ειλικρίνειας και νηφαλιότητας-ομολόγησε πως η Alice δεν είναι δικό της παιδί, αλλά παιδί που εγκαταλείφθηκε στην πόρτα της από αγνώστους. 

Έτσι η εγχείρηση στείρωσης ματαιώνεται και η ταινία τελειώνει με το ζευγάρι να προχωρά πλέον, στο γάμο του.

Αυτή λοιπόν η ταινία, προβλήθηκε σε λίγες μόνο αίθουσες διότι όταν υποβλήθηκε στη Διεύθυνση Κώδικα Παραγωγής, έναν οργανισμό που γνωμοδοτούσε αν μια ταινία μπορεί να προβληθεί σε πανεθνική κλίμακα, απορρίφθηκε εξαιτίας των πολύ ρεαλιστικών στιγμιοτύπων του χειρουργείου. Και η υποδοχή της όμως, από τις επιμέρους πολιτείες και αίθουσες κινηματογράφου ήταν αρνητική. Η Νέα Υόρκη για παράδειγμα, με γράμμα της στην εταιρεία που διένειμε την ταινία, αποφαινόταν πως η ταινία ήταν ακατάλληλη για το γενικό κοινό, διότι μπορεί να υποκινήσει σε παραβατική δραστηριότητα και ηθική χαλαρότητα.

Αν αναρωτιέστε πώς ήταν δυνατόν να υπάρχει και να δραστηριοποιείται με τόση αποτελεσματικότητα, ένας μηχανισμός λογοκρισίας που να περιορίσει τη διανομή της ταινίας, η απάντηση βρίσκεται σε μια θλιβερή πτυχή της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας, εντός του ζοφερού κλίματος της οποίας μεταφυτεύθηκε και άνθισε το "Κίνημα της Ευγονικής".


Η Ευγονική, αποτελεί μια κακή εφαρμογή των νόμων της κληρονομικότητας, την οποία επενόησε γύρω στα 1869 ο Francis Galton, ο πολυμαθής και πολυπράγμων (ασχολήθηκε με την στατιστική, την ψυχολογία και τη μετεωρολογία) ξάδελφος του Κάρολου Δαρβίνου. Ο Galton, αγνοώντας, νομικούς, ηθικούς, αλλά και επιστημονικούς περιορισμούς, θεώρησε πως θα ήταν σκόπιμο στις ανθρώπινες κοινωνίες, να εφαρμοστεί ένα είδος τεχνικής επιλογής που, διά των επιλεκτικών διασταυρώσεων μεταξύ ζευγαριών τα οποία είχαν επιθυμητούς, προνομιακούς χαρακτήρες (ευφυείς, υγιείς, ταλαντούχοι), θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη βελτίωση του ανθρώπινου είδους, σε κάθε τομέα της δραστηριότητάς του (διανοητικό, οικονομικό, κοινωνικό κ.τ.λ.).

Οι απόψεις του Galton, παρά το ότι θεωρούσαν λανθασμένα, πως όλα ανεξαιρέτως τα χαρακτηριστικά έχουν γενετικό υπόβαθρο, και παρά το ότι δεν απαντούσαν στο θεμελιώδες επιστημονικό και ηθικό ερώτημα: Ποιος είναι αυτός που ορίζει αν ένα γνώρισμα είναι επιθυμητό ή ανεπιθύμητο, κατάφεραν να διαδοθούν στις αρχές του 20ου αιώνα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, ακόμη και Σοβιετική Ένωση) με τη μορφή ακραίων, αλλά και ηπιότερων εκδοχών τους, να περάσουν τον Ατλαντικό και να αποκτήσουν ρίζες στις Η.Π.Α.

Επικεφαλής του κινήματος της Ευγονικής τις Η.Π.Α. ήταν ο Charles Davenport (1866-1944), ένας επιφανής βιολόγος και ο Harry Laughlin, ένας κοινωνιολόγος εκπαιδευτικός. Ο πρώτος ίδρυσε το 1910 στο Cold Spring Harbor Laboratory, το Γραφείο Καταγραφής Ευγονικής (Eugenics Record Office), που αποσκοπούσε στη "βελτίωση των φυσικών, σωματικών, ψυχικών και ιδιοσυγκρασιακών ιδιοτήτων της οικογένειας" και ο δεύτερος απετέλεσε τον πρώτο διευθυντή του. Το γραφείο, υπό τη διεύθυνση του Laughlin συνέλεγε "δεδομένα" και κατήρτιζε γενεαλογικά δένδρα που απεικόνιζαν τη μεταβίβαση, φυσικών, διανοητικών, ακόμη και "ηθικών" χαρακτηριστικών, εστιάζοντας σε αυτά που θεωρούσε αμιγώς κληρονομικά, όπως η ροπή στην οκνηρία και την εξαθλίωση, η εγκληματικότητα, ο νανισμός, η διανοητική καθυστέρηση.

Το κίνημα αυτό, κάθε άλλο παρά περιορίστηκε στην "ακαδημαϊκή" σφαίρα. Αντιθέτως κατέστη ένα κοινωνικό κίνημα, με αρκετά μεγάλη απήχηση. Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων δεκαετιών του 20 αιώνα, ιδρύονταν σε πολλές αμερικανικές πολιτείες εταιρείες ευγονικής και προκηρύσσονταν διαγωνισμοί και εκθέσεις που επιβράβευαν τις οικογένειες "με την καλύτερη φυσική κατάσταση" ή με "το καλύτερο μωρό". 

Το αμερικανικό κίνημα γρήγορα ξεπέρασε τον ιδρυτή της ευγονικής, υιοθετώντας μια περισσότερο επιθετική στάση από τον ίδιο, αλλά και τη μορφή του κινήματός του στη Μεγάλη Βρετανία. Ενώ ο Galton και το κίνημα της ευγονικής στην πατρίδα του, προωθούσε την επιλογή γονέων σύμφωνα με τα προνομιακά χαρακτηριστικά τους, ώστε αυτά να διαδοθούν στον ανθρώπινο πληθυσμό, η αμερικανική εκδοχή της, πήγε ένα βήμα παραπέρα: Επεκρότησε τον αποκλεισμό γονέων που είχαν ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά. Ήταν φυσικό ότι με μια τέτοια κατεύθυνση, οι πρώτοι που επλήγησαν ήταν τα φτωχά, εξαθλιωμένα, και αγράμματα τμήματα του αμερικανικού πληθυσμού, όπως και μετανάστες, που συγκέντρωναν πολλά από τα μειονεκτικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του ευγονικού κινήματος. 

Έτσι δεν άργησαν να ψηφίζονται, σε διαδοχικές πολιτείες νόμοι που επέβαλαν την υποχρεωτική στείρωση σε ανθρώπους οι οποίοι θεωρούντο φορείς επιβλαβών γονιδίων.  Η πρώτη πολιτεία που θέσπισε νόμο για την υποχρεωτική στείρωση ήταν η Ιντιάνα, το 1907. Ύστερα την σκυτάλη πήρε η Καλιφόρνια για να ακολουθήσουν, ως το 1931 περισσότερες από 20 πολιτείες. Με την εφαρμογή αυτών των νόμων στειρώθηκαν υποχρεωτικά, περισσότεροι από 60.000 αμερικανοί πολίτες, κυρίως άτομα με ειδικές ανάγκες, αλκοολικοί, αλλά και άτομα που είχαν δείξει παραβατική συμπεριφορά. 

Προϊόν της επιρροής του κινήματος της ευγονικής ήταν και ο νόμος για τον περιορισμό της μετανάστευσης που πέρασε το Αμερικανικό Κογκρέσο το 1924. Ο νόμος αυτός που στηριζόταν στις αυθαίρετες ευγονικές υποθέσεις επέβαλε και διακρίσεις μεταξύ των μεταναστών που συνέρρεαν, μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου στις Η.Π.Α. Πιο συγκεκριμένα μείωνε την ποσόστωση εισδοχής σε μετανάστες που προέρχονταν από τη Νότιο και Ανατολική Ευρώπη, διότι θεωρούνταν γενετικά κατώτεροι, ενώ αντιθέτως αύξανε το ποσοστό εισδοχής μεταναστών από χώρες της Δυτικής Ευρώπης, καθώς θεωρούνταν γενετικά ανώτεροι.

Το κίνημα της ευγονικής μετά το 1934 άρχισε να φθίνει, ώστε σήμερα να αποτελεί ένα μακρινό και άγνωστο για πολλούς αμερικανούς παρελθόν της σύγχρονης ιστορίας τους. Σε αυτό συνέβαλε και η ναζιστική θηριωδία που εν πολλοίς θεμελιώθηκε στις αβάσιμες και ρατσιστικές ευγονικές θεωρήσεις. 

Για όποιον λοιπόν επιθυμεί να δει, αυτήν την ιστορική ταινία, ο πολύτιμος δικτυακός τόπος του archive.org, αυτή η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας του διαδικτύου, μας την παρέχει γενναιόδωρα: